Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

"ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΟΥΠΗ" της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΓΑΚΗ





επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*








ΤΟΝ ΕΛΕΓΑΝ ΛΟΥΠΗ




«ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ»… Μισοσβησμένη η επιγραφή ψηλά στον τοίχο του παλιού κτηρίου. Από το μισάνοιχτο παράθυρο φαίνονταν κάμποσα θρανία, λίγα βιβλία και τετράδια πεταμένα στο πάτωμα, σα ναυάγια που βούλιαζαν κάτω από ένα παχύ στρώμα σκόνης.
Έρημη, χωρίς παιδικές φωνές, η αγκαλιά της μεγάλης αυλής. Mελαγχολικό το πανύψηλο πεύκο, που είχαμε φυτέψει μικρό φυντανάκι, μ’ ένα κορμό σαν το δάχτυλο του χεριού μας. «Μαζί θα μεγαλώνετε. Να δούμε ποιος θα ψηλώσει πιο γρήγορα», μας έλεγε γελώντας ο δάσκαλος. Κι εκείνο πήρε όλα τα παιδικά μας όνειρα, τ’ ανέβασε ψηλά, σκαρφαλωμένα πάνω σε κλαδιά τεράστια και τ’ άφησε να λικνίζονται στον άνεμο.
Πιο πέρα, εκεί που παίζαμε «κρυφτό», «κουτσό», «πινακωτή», «η ζώνη πάει περίπατο», θεριέψανε τ’ αγκάθια και τ’ αγριόχορτα. Μάταια έψαχνα κάποιο ίχνος από τα περβολάκια, που μας είχε μοιράσει εκείνος ο φωτισμένος δάσκαλος. «Να φυτέψετε ό,τι θέλετε», μας είπε. Στο τέλος της χρονιάς θα βραβευτεί το καλύτερο. Το πρώτο ρόδο άνθισε στο δικό μου κήπο. Ένα ρόδο ροζ απαλό, σαν μαγουλάκι μωρού, που μοσχομύριζε. Από τότε, μου φαίνεται πως κάθε ευχάριστη στιγμή της ζωής μου μυρίζει ροδόσταμο.
Όταν γνώρισα τα σχολειά της πόλης κατάλαβα πόσο τυχερά παιδιά ήμασταν εμείς, που κάναμε το μάθημα της Φυτολογίας έξω στην αυλή, καθισμένα πάνω στο ανθισμένο τριφύλλι.
Έσπρωξα την κεντρική πόρτα και μπήκα στη μεγάλη αίθουσα . Κάθισα σ’ ένα καλοφτιαγμένο, από χέρι παλιού μάστορα, ξύλινο θρανίο. Από κείνα που είχαν φιλοξενήσει γενιές και γενιές μαθητών. Από τον απέναντι τοίχο με κοίταζε ο Καραϊσκάκης, η Μπουμπουλίνα, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με μια ματιά γεμάτη πίκρα. Στη γωνιά, κοντά στη στέγη, μια άδεια χελιδονοφωλιά περίμενε.
Δεν ξέρω για τα χελιδόνια, μα τα τελευταία παιδιά, τρία Αλβανάκια και δυο δικά μας, είχαν μεταναστεύσειoριστικά στη διπλανή κωμόπολη, πριν από πέντε χρόνια. Το σχολείο έκλεισε. Το χωριό γερνούσε. Ένας ένας οι παππούδες έφευγαν παίρνοντας μαζί τους σπίτια πετρόχτιστα, ανθισμένες αυλές, πανηγύρια, τραγούδια, παρέες και βεγγέρες στις γειτονιές.
Κοίταζα με συγκίνηση και χάϊδευα απαλά την επιφάνεια του θρανίου σαν να χαιρετούσα ένα παλιό, καλό φίλο, που είχα χρόνια να τον δω. Το μάτι μου έπεσε σ’ ένα όνομα χαραγμένο πάνω στο ξύλο, ίσως με κάποιο κοφτερό μαχαιράκι: «ΚΩΣΤΗΣ- 1971».
Πάγωσα. Όπως και τότε. Όπως εκείνη τη μέρα. Ο Κωστής! Αυτό το όμορφο δωδεκάχρονο αγόρι. Ο καλύτερος μαθητής του σχολείου. Ο απουσιολόγος μας, που τον καμάρωναν μικροί και μεγάλοι στο χωριό.


Γέλια , πειράγματα, φωνές γέμισαν την αίθουσα.
Σιωπή … άκουσα ξαφνικά την αυστηρή φωνή του δασκάλου. Που είναι ο Κωστής; Γιατί δεν ήρθε σήμερα; Κανείς μας δεν ήξερε. Το μάθημα άρχισε και προχωρούσε κανονικά, όπως κάθε μέρα, όταν ακούστηκαν φωνές και κλάματα μαζί με τον ήχο της καμπάνας που χτυπούσε πένθιμα. Ο δάσκαλος ξαφνιασμένος βγήκε έξω να μάθει τι συμβαίνει και μεις βρήκαμε την ευκαιρία να πεταχτούμε στην αυλή. Από κει βλέπαμε τις γυναίκες να τρέχουν πάνω κάτω, να χειρονομούν απελπισμένα και να φωνάζουν κλαίγοντας.
«Ω τη γ-κακομοίρα συφορά».
«Ω Παναγία μου και γιάντα δεν την ελυπήθηκες».
«Ώφου, κρίμας το κοπέλι».
Ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ακούστηκε από τον απέναντι δρόμο και φάνηκαν τρεις χωροφύλακες σέρνοντας το Λούπη δεμένο με χειροπέδες. Στριφογύριζε σαν το ζώο που πιάστηκε στην παγίδα, προσπαθώντας να ξεφύγει.
«Κρεμάσετέ τονε το γ-κερατά».
«Να τονε γδάρουνε ζωντανό», φώναξε μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Κάποιοι άλλοι άρχισαν να του πετούν πέτρες. Μα οι χωροφύλακες έτρεξαν γρήγορα, τον έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο κι έφυγαν.
Ο δάσκαλος μπήκε μέσα κατάχλωμος. Μας μάζεψε στην αυλή και με φωνή που έτρεμε, μας είπε να πάμε στα σπίτια μας να ετοιμαστούμε. Σε λίγες ώρες θα γινόταν η κηδεία του συμμαθητή μας, του Κωστή. Έμεινα ακίνητη, άφωνη, σα μαρμαρωμένη. Ο χρόνος σταμάτησε και μ’ ένα παγωμένο χέρι μ’ έσπρωξε απότομα στο κενό, σε μιαν άλλη πραγματικότητα που αγνοούσα κι ας ήταν τόσο κοντά μου. Εκείνη την αδιανόητη του θανάτου. Τρομακτική η πτώση. Και η πύλη της Εδέμ, μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα, έκλεισε οριστικά πίσω μου.
Μια μέρα στα μέσα του Μάη. Με ρόδα στις αυλές, μπουκέτα στα παιδικά μας χέρια, κι ένα ανθισμένο μικρό φέρετρο, που ο επιτάφιος θρήνος της μάνας έραινε, ως δρόσος πρωινή, με σπαραχτικούς δεκαπεντασύλλαβους.
«Υγιέ μου, κανακάρη μου, θάρρος κι απαντοχή μου
Πως εψυγομαράθηκες ρόδο και γασεμί μου»


« Παιδί μου, κανακάρη μου, κολτζέ και καντιφέ μου
άνοιξε τα ματάκια σου και γλυκομίλησέ μου
«Σαν το ξεπετασάρικο ήφηκες τη φωλιά σου
Φως μου, μα δεν επρόλαβες ν’ ανοίξεις τα φτερά σου».
Ποτέ δε θα ξεχάσω τα μάτια της. Αυτό το βλέμμα μόνο σε μια εικόνα της Παναγίας τό ’χα ξαναδεί. Δίπλα στον Εσταυρωμένο Γιο της.
Θυμήθηκα τότε αυτά, που μας είχαν πει στο σχολείο, για το γιο της χήρας της Ναϊν. Δεν μπορεί, έλεγα, θα την ακούσει ο Χριστός και θα περάσει κι απ’ το χωριό μας να πει στον Κωστή «νεανίσκε εγείρου».
Ένα μονάκριβο γιο είχε κι η κερά Κώσταινα, η χήρα. Οι δικοί της την πάντρεψαν στα δεκάξι της, χωρίς τη θέλησή της. Βιάστηκαν, από φόβο μη χάσουν τον πλούσιο γαμπρό. Μα έζησε μαζί του μόνο τρία χρόνια. Πέθανε από καρδιά, λέγανε, όταν εκείνη ήταν έγκυος. Ο Κωστής πήρε το όνομα του πατέρα του, που δε θα γνώριζε ποτέ. Από τότε, χήρα πια, ντύθηκε στα μαύρα, έβαλε το μαντήλι κατεβασμένο μέχρι τα μάτια και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Το μοναχοπαίδι της ήταν ολόκληρη η ζωή της. Και τώρα η ζωή της, που κλείστηκε σε κείνο το λευκό φέρετρο, όδευε αργά στο στενό δρομάκι ανάμεσα στις ανθισμένες ελιές, με τη συνοδεία πάνδημης οδύνης και οργής. Τα μοιρολόγια διακόπτονταν πότε πότε από αγριεμένες φωνές:
«Να μας τον αφήσουνε να τονε σφάξομε απάνω στο μνήμα σαν τ’ αρνί».
Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Οι μεγάλοι μιλούσαν χαμηλόφωνα κι όταν πλησιάζαμε εμείς τα μικρά, σταματούσαν απότομα τη συζήτηση κι άλλαζαν θέμα. Μας κοίταζαν προστατευτικά, σαν να ήθελαν να μας κρατήσουν μακριά από κάτι απειλητικό. Σαν να υπήρχε κάτι που προκαλούσε ντροπή, κάτι πιο τρομερό, ακόμη κι από τον ίδιο το θάνατο. 




Εκείνο το βράδυ καθόμουν ζαρωμένη στην αγκαλιά της γιαγιάς μου και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να πάω για ύπνο. Νόμιζα πως έβλεπα σ’όλες τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού το αγριεμένο πρόσωπο του Λούπη κι άκουγα το ηλίθιο γέλιο του.
«Έλα ,παιδί μου να κοιμηθείς . Έλα, νά ’χεις την ευκή μου. Μη φοβάσαι. Και πριχού να κοιμηθείς, κάμε με τη χέρα σου ένα σταυρό στο μαξελάρι . Ύστερα να πεις
« Θέτω κάνω το σταυρό μου
άρμα έχω στο πλευρό μου.
Δούλος του Θεού λογούμαι
και κιανένα δε φοβούμαι ».


Κάθισε δίπλα στο κρεβάτι και κρατώντας μου το χέρι, άρχισε να μου τραγουδά. Η γλυκιά φωνή της σιγά σιγά με ηρεμούσε. Χωρίς να το θέλω, έκλειναν τα μάτια μου, ενώ άκουγα από δω κι από κει κάποιους σκόρπιους στίχους.


« Κανελλόριζα και άνθη της κανέλλας
Φούντα της μηλιάς….


Δώδεκα χρονώ κι ο ήλιος δεν την είδε
Μόνο η μα … μόνο η μάνα της…»


Για πολλές νύχτες έβλεπα το ίδιο εφιαλτικό όνειρο. Ο Κωστής με το αγγελικό πρόσωπο να χαμογελά όρθιος, μπροστά στον πίνακα. Ξαφνικά άρχιζε να παίρνει τη μορφή μικρού φυτού. Στη θέση του κεφαλιού του άνθιζε ένα όμορφο λουλούδι, που εμείς το λέγαμε ήλιο. Ένα ηλιοτρόπιο. Τότε, μέσα από σκοτεινό σύννεφο ένας λύκος άγριος, με το στόμα ανοιχτό, ξεπρόβαλλε αργά αργά πίσω του. Τα κατακόκκινα μάτια του και τα σουβλερά του δόντια γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Ήθελα να φωνάξω μα δεν μπορούσα. Ήταν τόσο μεγάλη η αγωνία και ο φόβος μου, που ξυπνούσα πάντα σ’ αυτό το σημείο, με γοερό κλάμα.


Λούπης ήταν το παρανόμι του. Το πραγματικό του όνομα δεν το είχα ακούσει μέχρι τότε. Η γιαγιά μου έλεγε πως τον φώναζαν έτσι, γιατί δε χόρταινε ποτέ και κατάπινε το φαγητό που του έδιναν αμάσητο, «ωσά ν-το λούπη». Πολύ αργότερα μαθαίνοντας στα Λατινικά το απόφθεγμα «Homo homini lupus», δεν μπορούσα να πιστέψω τη σύμπτωση. Φαίνεται πως δεν είναι τελικά αθώες οι λέξεις. Ίσως, βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους, να προκαλούν τη μοίρα.
Ο λύκος, που έγινε lupus, ξαναγύρισε ως Λούπης. Με μια βασική διαφορά. Δε σκότωνε, για να επιβιώσει. Ήταν άνθρωπος.
Έλεγαν πως γεννήθηκε λειψός στο μυαλό και πως γι’ αυτό έφταιγε ο πατέρας του που ήταν αλκοολικός. Άλλοι πάλι πως του έμεινε από βαριά αρρώστια, όταν ήταν μικρός. Συγγενείς άλλους δεν είχε. Μετά το θάνατο των γονιών του έμεινε ολομόναχος. Ζούσε με το μεροκάματο που έπαιρνε από κάποιες αγροτικές δουλειές, όταν είχε διάθεση να δουλέψει.
Γεροδεμένος και δυνατός σα βουβάλι, μπορούσε να σηκώνει όλη μέρα ολόκληρα τσουβάλια γεμάτα ελιές και να τα φορτώνει στο φορτηγό, μόνο με το ένα χέρι. Μα τις περισσότερες φορές παρατούσε τη δουλειά, χωρίς να πει τίποτα σε κανένα κι έφευγε. Φορούσε τ’ αποφόρια και τα ρούχα όσων είχαν πεθάνει, μέχρι να γίνουν πάνω του λιγδιασμένα κουρέλια. Τ’ άλλαζε μόνο αν βρισκόταν κανείς να του δώσει άλλα. Ο τρόπος που μιλούσε, προκαλούσε συχνά γέλια και πειράγματα.
«Α πάει Μανόλη χωγιό α πάει (θα πάω στου Μανόλη το χωριό)».
«Τώνε τώνε εμένα ε δίνουνε πάμα οι μαϊμούνε (τρώνε τρώνε και σε μένα δε δίνουν τίποτα οι μαϊμούδες)».
Όμως , όταν τα πειραχτήρια του χωριού του έκαναν χοντρές πλάκες κι αγρίευε, τότε, κατά ένα περίεργο κι ανεξήγητο τρόπο, η γλώσσα του λυνόταν και κατέβαζε καντήλια και Αγίους με τις βρισιές του. Η απαραίτητη επωδός πάντοτε, σε κάθε βρισιά, ήταν «πουτάνεεες…».
Μπορούσε να φάει απίστευτες ποσότητες φαγητού. ΄Ελεγαν πως μια γειτόνισσα είχε ζυμώσει και δεν του έδωσε ξεφουρνιά, δηλαδή ένα κομμάτι ζεστό ψωμί. Νευριασμένος πήγαινε πάνω κάτω, περιμένοντας να σκοτεινιάσει. Μπήκε τότε μέσα στο φούρνο, που ήταν γεμάτος παξιμάδι και το έφαγε μονομιάς όλο. Δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Την άλλη μέρα έλεγε γελώντας.
«Ένα κάτη μεγάλο εμπήκε λέει το φούνο Μαγιόρας (λένε πως ένας μεγάλος γάτος μπήκε στο φούρνο της Μαργιόρας)».
Τις νύχτες τριγυρνούσε στο χωριό σα φάντασμα κι έκλεβε ό,τι έβρισκε, ακόμη και πράγματα που του ήταν εντελώς άχρηστα. Αν τον καλόπιανες, μπορεί και να σου επέστρεφε τα κλοπιμαία. Εκτός από τα γυναικεία εσώρουχα, που χάνονταν συχνά από τις απλώστρες των σπιτιών.
Κάποιοι τον φοβέριζαν με την αστυνομία, όταν το παράκανε με τις παλαβομάρες του, μα οι περισσότεροι έδειχναν κατανόηση. Τι περιμένεις, χαζός είναι, λέγανε. Δεν έλειπαν όμως κι εκείνοι που για χάρη της διασκέδασής τους, τον αποτρέλαιναν με τα πειράγματά τους. Όμως όλοι τον θεωρούσαν ακίνδυνο. Κανείς δεν πίστευε πως μπορούσε να κάνει κάτι τόσο φοβερό. Ως εκείνη τη μαύρη μέρα, που τους διέψευσε, με το χειρότερο τρόπο.
Από τότε ο Λούπης εξαφανίστηκε από το χωριό. Ξεχάστηκε μαζί με όσα έγιναν, όπως ξεχνιούνται όλα, όσο τραγικά κι αν είναι. Είπαν πως ήταν στη φυλακή ή σε κάποιο ίδρυμα.
Μετά από πολλά χρόνια κι ενώ πίστευαν πως είχε πεθάνει, τον είδαν ξαφνικά στο δρόμο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Γέρος πια, αγνώριστος βάδιζε με μεγάλη δυσκολία σέρνοντας το πόδι του. Ένα ράκος. Όμως το πρόσωπό του είχε ακόμα την ίδια έκφραση του κυνηγημένου αγριμιού. Έφτασε στην πόρτα του μισογκρεμισμένου σπιτιού του και κάθισε στο κατώφλι. Κανένας δεν του μίλησε. Όλοι έκαναν πως δεν τον έβλεπαν, σα να ήταν αόρατος.
Η κερά Κώσταινα γύριζε από τα χωράφι, όταν τον είδε απρόσμενα μπροστά της. Έγινε κατάχλωμη, όπως, όταν ξανανοίγει πολύ βαθιά πληγή κι αρχίζει να αιμορραγεί. Στηρίχτηκε στον τοίχο , για να μην πέσει κάτω. Η έκφραση του προσώπου της άλλαζε. Πότε φαινόταν στα μάτια της μια τρομερή λάμψη θυμού αδικαίωτου, πότε η απελπισμένη αίσθηση του ανεπανόρθωτου και πότε ένα αίσθημα οίκτου γαλήνευε το πρόσωπό της. Λύγιζε, όπως η καλαμιά, που τη δέρνουν αντίθετοι άνεμοι. Στεκόταν και τον κοίταζε ώρα πολλή, αμίλητη. Χωρίς θρήνου κραυγή ή δάκρυ. Εκείνος δεν τολμούσε να την κοιτάξει .Είχε ζαρώσει, λες κι ήθελε να εξαφανιστεί. Έτρεμε ολόκληρος.
Οι γειτόνισσες τους παρατηρούσαν κάνοντας κύκλο γύρω τους, σαν βουβός χορός αρχαίας τραγωδίας. Κι ο χρόνος, ως Κορυφαίος, κάνοντας μικρά βήματα πίσω, άφησε χώρο να ξαναπαιχτεί, μες στην απόλυτη σιγή, το ξεχασμένο δράμα. Όλες κρατούσαν τη ανάσα τους προσμένοντας.
Η κερά Κώσταινα στράφηκε, δίχως να πει μια λέξη, και γύρισε στο σπίτι της. Σε λίγο, την είδαν νά ’ρχεται πίσω κρατώντας ένα πιάτο φαγητό.
«Έλα, πάρε να φας» του είπε. Μα βλέποντας το χέρι του παράλυτο, κάθισε στο πλάι και τον τάισε σαν το μωρό.
« Άμα πεινάς νά ‘ρχεσαι στο σπίτι να σου δίνω ό,τι μου βρίσκεται».
Κι ύστερα, όλες κατάπληκτες την άκουσαν να λέει φεύγοντας.
«Μάνα τον ήκαμε κι αυτό τον άχαρο. Ήντα να πω κι εγώ. Φταίει που γεννήθηκε ετσά παράορος ; Δ ε γ-κατέχω. Ας τονε κρίνει ο Θεός».


Ανάλαφρο φτερούγισμα μ’ έκανε να πεταχτώ πάνω ξαφνιασμένη. Ένα χελιδονάκι μπήκε μέσα στο σχολείο, από το σπασμένο φεγγίτη. Έκανε δυο γύρους, αναγνώρισε άθικτη τη φωλιά του και κάθισε.
Ευτυχισμένα χελιδόνια, πάντα μετ’ επιστροφής το μεγάλο σας ταξίδι. Ας ήταν έτσι και η δική μας αποδημία. Ας ήταν να γύριζε πίσω, έστω για μιαν άνοιξη και ο δικός μας « βίος ο δραπέτης…».
Δεν ξέρω πόση ώρα βρισκόμουν εκεί. Όταν βγήκα έξω αφήνοντας πίσω μου τόσες επώδυνες μνήμες, ο ήλιος άρχισε να γέρνει προς τη δύση. Ήταν η ώρα που μ’ άρεσε να περπατώ στους εξοχικούς δρόμους του χωριού.
Εκεί τη συνάντησα. Κρατούσε το καλαθάκι της μ’ όλα τα απαραίτητα. Ήταν Σάββατο και πήγαινε ν’ ανάψει το καντήλι. Την άλλη μέρα θα ήταν τα συναπαντήματα του παιδιού της.
Είχε ακόμα, παρά τα χρόνια της, την ίδια ψηλόλιγνη, αρχοντική κορμοστασιά, το όμορφοκάμωμένο πρόσωπο με το στοχαστικό, καλοσυνάτο βλέμμα. Την έλεγαν Αγγελική, μα μετά το γάμο της με τον Κώστα, όλοι, όπως συνήθιζαν ,τη φώναζαν Κώσταινα.
Μετά και του γιου της το χαμό έμεινε μόνη της. Κι ας την ήθελαν οι καλύτεροι νέοι του χωριού. Κι ας την πολιορκούσαν με τα φλογερά τους βλέμματα. Κι ας της έστελναν το ένα μετά το άλλο τα προξενιά. «Τη γνώρισα γω την τύχη μου» έλεγε. Μα δεν κλείστηκε στον εαυτό της να θρηνεί τη μοίρα της. Πονετική και γλυκομίλητη έτρεχε πάντα, όπου είχαν ανάγκη τη βοήθειά της. Όσοι είχαν κάποιο πρόβλημα ήξεραν πως θα εύρισκαν την πόρτα της ανοιχτή και την ίδια μ’ ένα χαμόγελο και μια καλή κουβέντα. Όλοι οι ανήμποροι, οι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν κανένα να τους συμπαρασταθεί, εύρισκαν καταφύγιο στο σπίτι της. Για ένα συχωρεμό, όπως έλεγε.
Τώρα προχωρούσε στο στενό δρομάκι μέσα στο λουλουδισμένο κάμπο. Χρώματα, ευωδιές, συναυλίες φτερωτών κι ένα μυρωμένο αεράκι της δρόσιζε το πρόσωπο. Παλιές, γνώριμες ελιές, βελανιδιές και κυπαρίσσια έσκυβαν να τη χαιρετήσουν. Ένα μικρό, κατακόκκινο σύννεφο έτρεχε ολομόναχο στον καθαρό ουρανό. Πονετικά του δειλινού η ώρα έσταζε γαλήνη στην καρδιά της. Δεν μπορούσε να φανταστεί διαφορετικό τον Παράδεισο. Όλα της φαίνονταν καλά και με σοφία καμωμένα. Η μόνη παραφωνία μέσα στην τόση ομορφιά, πίστευε πως ήταν οι άνθρωποι. Αυτά τα αδύναμα πλάσματα. Η σπορά του κακού. Κι όπως το συνήθιζε τελευταία, μονολογούσε.
« Θε μου, και γιάντα μας ήπεψες εμάς τσ’ αθρώπους. Γιάντα μας ήβαλες μέσα σε τουτονέ τον όμορφο κόσμο να τονε μαγαρίσομε». 


Πλησιάζοντας στο νεκροταφείο είδε κάποιον να κάθεται πάνω στον τάφο. Ήταν ο Λούπης. Έκλαιγε με λυγμούς. Δίπλα στο σταυρό ήταν αφημένο ένα ματσάκι άγριες μαργαρίτες. Κάθισε σιωπηλά δίπλα του. Τα δάκρυά της, που νόμιζε πως είχαν στερέψει, έσταζαν πάνω στο μάρμαρο κι ενώνονταν με τα δάκρυα του φονιά του παιδιού της.
Ο ήλιος χαμήλωσε. Ένα χελιδόνι σπάθισε τις στιγμές στον αέρα και τις άφησε να πέσουν ακίνητες στα πόδια τους. - 


   Η  Ευαγγελία Πετρουγάκη γεννήθηκε στον  Ευαγγελισμό του Δήμου Μινώα-Πεδιάδος και  κατοικεί  στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι πτυχιούχος του κλασικού τμήματος, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.       
Η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Ενθύμιο φως», εκδόθηκε το 2009. Αθήνα, εκδόσεις Ταξιδευτής. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί , κατά καιρούς, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ( «Ελλωτία», τ.6, Χανιά 1997,. «Κρητικοί Ορίζοντες», τ. 7, Ηράκλειο 1998,  περ. «Μπιλιέτο», Αθήνα  2008,  «Πνευματικοί Σταλακτίτες», Ηράκλειο 2009,  «Φηγός», Ιωάννινα, 2010,  «Κουκούτσι», τ. 8, Αθήνα, 2013 και στα ηλεκτρονικά περιοδικά «Κεδρισός» και «Ιδεόστατο»).    Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και έχουν περιληφθεί στην Ανθολογία «Χειραψία» (Έλληνες και Ούγγροι ποιητές των ημερών μας), δίγλωσση έκδοση, Βουδαπέστη,2008, και στην « Ανθολογία Κρητικής Ποίησης», έκδοση του Συμποσίου  Ποίησης και των εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2007. 
      Από το 2011  είναι συντονίστρια της Λέσχης Ανάγνωσης Διηγήματος Ηρακλείου και μέλος της Λέσχης Ποίησης Ηρακλείου. Επίσης είναι μέλος  του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας.

------------------------------

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

"Η Πισίνα" του ΣΠΥΡΟΥ ΓΛΥΚΑ


επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


«Pool III», Aleksandra Honko


Η Πισίνα

Είχε πολλή ζέστη μέσα στ’ αποδυτήρια του κολυμβητηρίου. Μια γυναίκα προσπαθούσε να βολέψει τα μακριά μαύρα μαλλιά της μέσα στο κόκκινο σκουφάκι από σιλικόνη. Πάντα την εντυπωσίαζε το γεγονός ότι λίγα λεπτά μετά την είσοδό της στις εγκαταστάσεις, τη στιγμή που ξεκινούσε να βγάζει ένα ένα τα ρούχα της έκαναν την εμφάνισή τους σταγόνες ιδρώτα κι ας είχε μόλις αφήσει πίσω της ένα ακόμα υγρό και παγωμένο απόγευμα. Έκανε την ίδια διαδρομή πεζή τρεις φορές την βδομάδα.

Απ’ το σπίτι της περπατούσε με γρήγορο βήμα για επτά λεπτά μέχρι την είσοδο του αθλητικού κέντρου. Πόσο δύσκολο ήταν το χειμώνα να πείσει τον εαυτό της ύστερα από μια κοπιαστική μέρα στο κομμωτήριο να συνεχίσει για μια ακόμη ώρα κουνώντας χέρια και πόδια, συγχρονισμένη όσο της επέτρεπε η φυσική της κατάσταση, τυλιγμένη στο χλώριο. Μια παιδική μυρωδιά αυτό το τελευταίο, όχι μόνο μυρωδιά αλλά και γεύση. Τότε που τα καλοκαίρια πριν τις διακοπές πήγαινε με τους γονείς της για να συναντήσει τις φίλες της στην πισίνα της γειτονιάς. Κι έκαναν μακροβούτια από τη μια άκρη στην άλλη να δουν ποια θα αντέξει να βγει τελευταία, εκεί ανάμεσα στ’ αγόρια που με τη σειρά τους έκαναν βουτιές από τους ψηλούς βατήρες για να εντυπωσιάσουν.

Το χλώριο, η μικρή λιμνούλα με το παγωμένο νερό μετά τα ντους, λίγο πριν βγει τυλιγμένη με το μπουρνούζι, η κόκκινη σανίδα που τοποθετούσε μπροστά της για να γυμνάσει τα πόδια της. Το λευκό-γαλάζιο σωσιβιάκι που έβαζε ανάμεσα στις γάμπες της για να ακινητοποιεί τα πόδια και να γυμνάζει το πάνω μέρος του κορμού. Το τελετουργικό της εισόδου στο νερό: τώρα, γύριζε με την πλάτη στο υγρό στοιχείο που κυμάτιζε ελαφρά κάτω απ’ τους ξεθυμασμένους προβολείς και ξεκινούσε την κάθοδο αφού πρώτα δοκίμαζε με τα δάκτυλα του αριστερού της ποδιού τη θερμοκρασία για παν ενδεχόμενο. Τα μπλε πλαστικά γυαλάκια που έπιαναν σαν βεντούζες γύρω απ’ τα μάτια της και η έναρξη της προπόνησης. Σαράντα πηγαινέλα.

Από τη στιγμή που έβγαινε απ’ το κομμωτήριο μέχρι να ξεκινήσει τις απλωτές το μυαλό της έσβηνε την ορθοστασία, την φλυαρία των πελατών, τις παρατηρήσεις του αφεντικού της και τις απεικονίσεις του ειδώλου της στον καθρέφτη με τα σύνεργα της δουλειάς ανά χείρας. Την κούραζε αφάνταστα αυτή η εικόνα. Όσο κι  αν ο χρόνος ήταν καλός μαζί της θεωρούσε το παρουσιαστικό της τόσο συνηθισμένο, προβλέψιμο, βαρετό. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε εύκολα να ξεφύγει απ’ τη μορφή που έκανε τα ίδια απέναντί της, σαν να την κοροϊδεύει. Είχε πελάτισσες τις οποίες δεν κοιτούσε συνέχεια, είτε γιατί τις ενοχλούσε και της έκαναν παρατήρηση, είτε γιατί η ίδια δε μπορούσε να ασχολείται με τις εκφράσεις απαξίωσης που πολλές φορές ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό τους. Κι έτσι έριχνε ματιές στον καθρέφτη, το βλέμμα της έπεφτε πάνω στο δικό της και έπειτα δραπέτευε σε άλλα σημεία του χώρου.  Και πιο πολύ σε μια πρασιά που βρισκόταν πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα.  Εκεί που έβγαινε για τσιγάρο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης.

Κατέβηκε σιγά-σιγά τη σκαλίτσα νοιώθοντας να την αγκαλιάζει το νερό μέχρι το λαιμό, σαν να θέλει να την πνίξει από αγάπη. Έκανε ένα ακόμη έλεγχο στο σκουφάκι της και στα γυαλάκια, κοίταξε μπροστά για να δει αν κάποιος ερχόταν απ’ την αντίθετη πλευρά προς το μέρος της και ξεκίνησε. Ένα ασημί σκουφάκι μπαινόβγαινε λίγο μετά το προσωρινό τέλος των εικοσιπέντε μέτρων, θα το συναντούσε σε λίγο στο μέσον περίπου της διαδρομής. Πρέπει να ήταν άντρας σκέφτηκε γιατί ο κυματισμός που προέκυπτε απ’ την προσπάθειά του  εκατέρωθεν του κορμιού του πρόδιδε μέγεθος και δύναμη. Άπλωσε το αριστερό της χέρι μπροστά, το κορμί της τεντώθηκε, τα δάχτυλα των ποδιών της κόλλησαν μεταξύ τους και το κεφάλι γύρισε στο πλάι με το στόμα να ανοίγει διάπλατα ρουφώντας βιαστικά τον αέρα σαν να φοβόταν μήπως εισέλθει μαζί με την αόρατη μάζα που θα κατέληγε στα πνευμόνια και την κοιλιά, το δυσάρεστο μίγμα χλωρίου-νερού.
Η γυναίκα κοίταξε τα γαλάζια πλακάκια, ακολούθησε για λίγο τη μαύρη γραμμή που την κυνηγούσε απ’ την αρχή και θα την συνόδευε καθ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης και έβγαλε το κεφάλι απ’ τη δεξιά πλευρά αυτή τη φορά για να πάρει ανάσα. Τα πλακάκια ξαναφάνηκαν. Κοίταξε στ’ αριστερά και είδε το ασημί σκουφάκι να βρίσκεται σχεδόν δίπλα της. Σύντομα τα πρώτα εικοσιπέντε μέτρα θα είχαν καλυφθεί και η γυναίκα θα σταθεροποιούσε την ταχύτητά της. Οι μυς στα χέρια και στα πόδια της θα μαλάκωναν και τα ερεθίσματα απ’ το οικείο περιβάλλον της πισίνας δε θα αρκούσαν για να διατηρήσουν την προσοχή της μακριά απ’ τα γεγονότα της ημέρας, κάποιας ημέρας, κάποιας στιγμής. Για το μόνο που έπρεπε να προσέχει ήταν το μέτρημα. Σαράντα πηγαινέλα. Κι αυτό όμως δεν το χρειαζόταν. Γνώριζε ότι μια ώρα κολύμβηση ισοδυναμούσε για τα δικά της δεδομένα μ’ αυτή την απόσταση.

Έκανε τη στροφή και ξεκίνησε για το δεύτερο εικοσιπεντάρι. Καθώς κουνούσε τα χέρια της ένιωθε ένα ψαλίδι να δουλεύει στα δάκτυλά της και να κόβει αφέλιες σε ένα κοκκινομάλλικο κρανίο. Ένα αεράκι ήρθε απ’ την πόρτα και της χτύπησε απαλά το μάγουλο. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην είσοδο. Ήταν τρεις. Και η τρίτη φιγούρα ήταν καθισμένη. Έτσι γρήγορα όπως έστρεψε το κεφάλι της προς τα κει, τα μάτια της δεν πρόλαβαν να εστιάσουν και ό,τι είδε ήταν θολό. Η καθισμένη μορφή κινούταν σε ένα στρώμα αέρα. Λίγο αργότερα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Μια ανάσα πριν από εκείνη απέκτησε και φωνή. ‘Θέλω να μου κόψετε τα μαλλιά μου έτσι’ της είπε και της έτεινε μια φωτογραφία. Κιτρινισμένη, σχεδόν τετράγωνη, με χρώματα ξεθωριασμένα. Ήταν εκείνη σε πολύ νεαρότερη ηλικία. Πίσω της, όρθιοι οι δικοί της άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν την απάντησή της με ελαφρά κυρτωμένες τις πλάτες τους, σαν να ήταν έτοιμοι να χάσουν την ισορροπία τους σε περίπτωση που θα τους αρνιόταν και να πέσουν επάνω της για να την εκδικηθούν.

Το ασημένιο σκουφάκι πέρασε και πάλι από δίπλα της. Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Ήταν πολύ αστείος. Τα μάτια του διπλάσια σε μέγεθος πίσω απ’ τα πλαστικά γυαλιά του. Ένα κεφάλι βατράχου σκέφτηκε και γέλασε από μέσα της. Πώς να ήταν ο εαυτός της άραγε κάτω απ’ το νερό; Γέλασε και πάλι. Σταμάτησε και πιάστηκε απ’ τη μεταλλική μπάρα που βρισκόταν κάτω απ’ τον βατήρα. Καθάρισε τα γυαλάκια που είχαν θαμπώσει και μετά τράβηξε απότομα τη μπάρα προς το στήθος της για να δώσει ώθηση στο κορμί της. Για μια στιγμή το κεφάλι της βρέθηκε έξω απ’ το νερό και το βλέμμα της αναζήτησε το ρολόι. Είχε αρκετό χρόνο μπροστά της.

‘Θα σας αναλάβω μόλις τελειώσω με την κυρία’ της είπε. ‘Αν δεν θέλετε να περιμένετε μπορείτε να πάτε σε κάποια άλλη κοπέλα να σας κουρέψει’ συνέχισε. Το πρόσωπο της γυναίκας που καθόταν στο καροτσάκι ήταν φανερά καταβεβλημένο. Τώρα το παρατηρούσε με προσοχή. Το έβλεπε να διαθλάται λίγο πάνω απ’ τον βυθό. Την τραβούσε σαν μαγνήτης που έκρυβε βάσανα. Ξέχασε να πάρει ανάσα γιατί θυμόταν. Δεν ανησυχούσε όταν της συνέβαινε αυτό, το σώμα της ήταν εκεί για να την ειδοποιήσει. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης είχε σπρώξει τη γυναίκα να κυλίσει μέχρι το κομμωτήριο λίγες ώρες πριν; Και πόσες ώρες μετά θα κυλούσε μια για πάντα στο χώμα; Υγρό μπήκε ορμητικά στα ρουθούνια της και χύθηκε στο λαιμό της. Ξαφνιάστηκε. Έβγαλε βιαστικά το κεφάλι της απ’ το νερό και άρχισε να βήχει. Πνιγόταν. Πιάστηκε από τη διαχωριστική αλυσίδα με τις συνθετικές σφαίρες και έβηξε ξανά δύο-τρεις φορές. ‘Είστε καλά;’ Ο άντρας είχε σταματήσει δίπλα της έτοιμος να την πιάσει σε περίπτωση που έχανε τις αισθήσεις της.

‘Μην ανησυχείτε, είμαι εντάξει. Αφαιρέθηκα’.

‘Το φαντάστηκα. Και μένα μου συμβαίνει. Χαλαρώνει κανείς εδώ μέσα, ε;’.

‘Ναι, ναι, κάπως έτσι. Πηγαίνετε, είμαι καλά. Θα συνεχίσω κι εγώ τώρα’. Στάθηκε για λίγο μέχρι να απομακρυνθεί ο άντρας και βάλθηκε αυτή τη φορά να τον ακολουθήσει. Δεν είχε σκοπό να πιέσει τον εαυτό της αν ο ρυθμός του ήταν πολύ πιο γρήγορος απ’ τον δικό της. Ήθελε να είναι κοντά σε μια πηγή που θα της αποσπούσε την προσοχή απ’ το πρωινό συμβάν: την συνάντηση με μια μελλοθάνατη. Κι όμως, σκέφτηκε, μελλοθάνατοι ήμαστε όλοι μας. Κοιτούσε τις πατούσες που χτυπούσαν το νερό κι άφηναν μια αναταραχή από φυσαλίδες. Πολλές φορές είχε αναρωτηθεί τί μουσική θα ταίριαζε τη στιγμή που κολυμπούσε. Τις περισσότερες από αυτές ερχόταν στο μυαλό της ένα impromptu του Schubert. Αυτό που ξεκινούσε με μια κατρακύλα προς τις μπάσες νότες κι έπειτα την επιστροφή στις ψηλές. Και πηγαινοέρχονταν σαν κυματισμός κρύβοντας μέσα του κι ένα έρωτα που το είχε φέρει στ’ αυτιά της. Αλλά αυτόν τον είχε ξεχάσει. Ήταν ασήμαντος, μακρινός, καταβροχθισμένος απ’ τη μοναξιά, για καιρό τώρα ο μοναδικός της έρωτας. Και δεν την ενοχλούσε, είχε παραδοθεί στα θέλγητρά της.

Την ενοχλούσε η επαφή με τη ματαιότητα της ύπαρξής της. Κι η γυναίκα στο μαρτυρικό σκαλοπάτι πριν το χάος, που σκαρφάλωνε με κόπο και αξιοπρέπεια, της θύμιζε αυτό που έσπρωχνε κάθε μέρα στο πίσω μέρος του μυαλού της, σαν παλιό ρούχο σε μια ξέχειλη ντουλάπα. Ο άντρας απομακρυνόταν ολοένα χάνοντας την μορφή του μες το νερό κι εκείνη επέστρεφε με ορμή στη θλίψη του ζευγαριού που συνόδευε τη γυναίκα και μετά στην ίδια που δεν ικέτευε, δεν ζητούσε. Απαιτούσε την ελπίδα μέσα από μια επιθυμία. Να φτιάξει τα μαλλιά της έτσι όπως τα είχε στα νιάτα της, τότε που είχε και το θάνατο φιλαράκι, παρέα με την αταξία της νιότης.

Άκουγε τη φωνή της σαν της είχε μιλήσει πράγματι κάτω απ’ το νερό, σ’ αυτή την πισίνα, λίγο αστεία. Ίσα για να χαμογελάει καθώς έκανε άλλη μια στροφή. Πόσα εικοσιπεντάρια είχε άραγε συμπληρώσει; Μα θα ’βλεπε το ρολόι. ‘Τι ώρα τελειώνετε;’ Την είχε ρωτήσει εκείνη ενώ η κομμώτρια είχε ολοκληρώσει σχεδόν το κούρεμα κι ετοίμαζε να τυλίξει τούφες τούφες τα μαλλιά της για να της τα βάψει κόκκινα όπως της είχε ζητήσει. ‘Σε δύο περίπου ώρες’ της είπε.
‘Με μένα εννοούσα’ της είπε.

‘Σε μια ωρίτσα θα είστε έτοιμη’.

‘Νομίζω πως την έχω. Φαντάζεστε να φύγω για πάντα την ώρα που κάθομαι σ’ αυτή την καρέκλα;’.

‘Δεν έχετε να πάτε πουθενά’ της είπε η κομμώτρια ακούγοντας τον εαυτό της με την ίδια έκπληξη που την είχε ακούσει κι εκείνη.

‘Αχ, ωραία τα λέτε. Αν δεν είχα την κόρη μου και τον γαμπρό μου θα έμενα εδώ μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή. Το μυαλό μου θα ήταν απασχολημένο με ένα καινούριο περιβάλλον. Αλλά ακόμα και μπροστά στο θάνατο πρέπει να παίζουμε θέατρο. Να ακολουθούμε και να πράττουμε αυτά που θεωρούμε ότι δεν πιστεύουμε. Κατά βάθος όμως δεν θέλω να τους αφήσω, να τους ξεβολέψω κι ας χάνονται τα λεπτά κι οι ώρες για πάντα. Πάντως … μην περιμένετε να σας δώσω καμιά συμβουλή επειδή έχω φτάσει στο τέλος. Ή μάλλον θα σας δώσω μια για να με θυμάστε. Αλήθεια, σας έχει έρθει άλλη φορά ετοιμοθάνατη για κούρεμα;’ Την έπιασε κάτι σαν βήχας που προσπαθούσε να γίνει γέλιο και που τελικά κατέληξε πάλι σε βήχα. Η κομμώτρια συνέχιζε να δουλεύει, το πρόσωπο της είχε μουδιάσει, ανήμπορη να αντιδράσει διαφορετικά. Ένα ανδρείκελο που μόλις συνειδητοποιούσε ότι είχε αισθήματα αλλά δεν μπορούσε να επέμβει ακόμα στις μηχανικές κινήσεις του.

‘Δε θα με ρωτήσετε ποια είναι η συμβουλή; Καλύτερα. Αν σας πω ότι την ξέχασα κιόλας; Την σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή και μου ’φυγε όπως είχε έρθει. Στ’ αλήθεια δεν έχω κάτι να πω. Το μόνο που με απασχολεί είναι να ξυπνάω το πρωί, να κερδίζω μια μέρα’.

Η γυναίκα σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Είχε διανύσει εκατό μέτρα χωρίς να ξεκουραστεί ενδιάμεσα. Συνήθως έκανε μονόλεπτες στάσεις κάτω απ’ τους βατήρες κάθε πενήντα μέτρα. Δεν της άρεσε να πιέζει τον εαυτό της. Το κολύμπι δεν ήταν απόλαυση; Φευγιό; Σε λίγο έφτασε κι ο άντρας με το ασημί σκουφάκι. Μόλις την είδε σταμάτησε, σήκωσε τα γυαλάκια του στο μέτωπο και της μίλησε: ‘Για να το πάτε έτσι γρήγορα πρέπει να είστε καλύτερα’.

‘Ε, δεν είναι έτσι ακριβώς, αλλά αν εννοείτε τη φυσική μου κατάσταση …’.

‘Ναι, οτιδήποτε άλλο δεν μπορώ να εννοήσω αλλά εν πάσει περιπτώσει σκεφτείτε ότι είναι περαστικό’ της είπε χαμογελώντας. Εκείνη δεν απάντησε σαν να σκεφτόταν αυτό που μόλις της είχε πει. ‘Θα κολυμπήσετε κι άλλο;’ Η κομμώτρια κατένευσε και ξεκίνησε για άλλα εικοσιπέντε μέτρα. Σκέφτηκε τον άντρα κι έπλασε μια ιστορία που συνδέονταν με το περιστατικό που την είχε αναστατώσει. Είχε γυρίσει με την πλάτη στο νερό, τα πόδια της χτυπούσαν με ρυθμό τεντωμένα, τα χέρια της περιστρέφονταν μέχρι να σκίσουν το υγρό στοιχείο και έπειτα να το διώξουν σαν να τα εμπόδιζε να ολοκληρώσουν την κίνηση και το κεφάλι της κοιτούσε τα σημαιάκια διαφόρων χωρών που οριοθετούσαν το πλάτος της πισίνας αλλά και το σημείο που θα έπρεπε να κάνει τη στροφή.

Ο άντρας βγήκε από την πισίνα και χάθηκε σε μια μικρή στοά που οδηγούσε στ’ αποδυτήρια. Έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ την ντουζιέρα κι άφησε το κρύο νερό να διώξει το χλώριο απ’ το κορμί του. Σκουπίστηκε, ντύθηκε, πέρασε μια τσάντα ταξιδίου στον ώμο του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του γυμναστηρίου. Λίγο πριν βγει κοίταξε τα μηνύματα στο τηλέφωνό του. ‘Γαμώτο, τώρα βρήκε;’ Μουρμούρισε. ‘Θα χάσω το παιχνίδι’. Με γοργό βήμα επέστρεψε σπίτι του. Άλλαξε τα ρούχα του κι έβαλε ένα απ’ τα δύο κουστούμια που φορούσε τις περισσότερες μέρες του μήνα για να πηγαίνει στο γραφείο. Άφησε τη μια τσάντα στο μπάνιο κι άνοιξε την ντουλάπα για να πάρει μια δεύτερη, πιο μικρή, που είχε μια φόρμα εργασίας και αναλώσιμα υλικά. Έφτασε στο γραφείο του ύστερα από μισή ώρα. Θα μπορούσε να είχε καλέσει απ’ το κινητό αλλά πάντα απέφευγε να δείχνει ότι είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος.

‘Έλα Τζίμυ, τη φέρατε;’ ‘Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη επιθυμία;’ ‘Καλώς, θα το φροντίσω σήμερα κιόλας. Αύριο θα ήμαστε έτοιμοι’. Αφού άλλαξε κι έβαλε τη φόρμα του, βγήκε στο διάδρομο και κατέβηκε με τα σκαλιά στο υπόγειο. Η υγρασία του τρυπούσε τα κόκκαλα, αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά και τα δάχτυλά του έσπρωξαν βιαστικά το τελευταίο κουμπί που έκλεινε τον γιακά γύρω απ’ τον λαιμό του. Σε ένα από τα φορεία που υπήρχαν εκεί, βρισκόταν ένα νεκρό σώμα κουκουλωμένο μέχρι επάνω με ένα λευκό σεντόνι. ‘Αυτή πρέπει να ναι’. Πάντα όταν στεκόταν μπροστά από ένα πτώμα έχωνε τα δάχτυλά του το ένα μέσα στ’ άλλο, τα έσφιγγε μέχρι να πονέσουν τα κόκκαλα τους και έλεγε από μέσα του μια μικρή προσευχή. Πίστευε ότι μ’ αυτό τον τρόπο σεβόταν τους νεκρούς κι έπαιρνε άφεση απ’ το Θεό για αυτά που θα τους έκανε. Τράβηξε με μια προσποιητή βραδύτητα το σεντόνι και είδε μπροστά του μια κόκκινη μάζα από τρίχες να καλύπτουν το πρόσωπο της νεκρής.

‘Κάποιος πρέπει να μου φτιάξει τα μαλλιά, κι αυτός δε θα ναι ο νεκροθάφτης. Θέλω να είμαι περιποιημένη, όπως τότε. Να δες εδώ’. Η γυναίκα ξανάδειξε τη φωτογραφία στην κομμώτρια. ‘Έτσι τα θέλω, στο ξανάπα ξέρω. Και βλέπω ότι τελειώνεις. Αλλά θέλω να βάλεις τα δυνατά σου, μη τυχόν και χαλάσουν πιο πριν’. Η κομμώτρια πιάστηκε απ’ τη μπάρα του βατήρα, την τράβηξε προς το μέρος της για να κοιτάξει και πάλι το ρολόι. Ετοιμαζόταν να συνεχίσει την προπόνησή της όταν ένιωσε ένα χέρι να την ακουμπάει στον ώμο.


Λίγο αργότερα έβγαινε απ’ την πισίνα μαζί με τον κολυμβητή που φορούσε το ασημί σκουφάκι.  Αποφάσιζε να μην επιστρέψει σπίτι και να καθίσει μαζί του σε ένα μικρό μεζεδοπωλείο που βρισκόταν εκεί κοντά. Αλλά το πιο πιθανό είναι ότι μετά το συμπλήρωμα των υπολειπόμενων μέτρων, γύρισε στο διαμέρισμά της επαναλαμβάνοντας στο μυαλό της την ιστορία με τη γυναίκα παρέα με τα impromptus του Schubert, μέχρι να τη βρει ο ήλιος το επόμενο πρωί κοιμισμένη στην πολυθρόνα.




Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Παρόλα αυτά πότε μου δεν είχα σκεφτεί να γίνω συγγραφέας αν και ξεκίνησα να διαβάζω απ' τα μικράτα μου. Κάποια στιγμή και ενώ είχα ήδη ασχοληθεί ερασιτεχνικά πάντα, με άλλες Καλές Τέχνες - φωτογραφία και μουσική - ήρθε απ’το πίσω μέρος του μυαλού μου η επιθυμία να γράψω. Σιγά-σιγά κατάφερα να ολοκληρώνω τις μικρές ιστορίες που ξεκινούσα στο μυαλό μου και κάποια στιγμή αποφάσισα να στείλω το πρώτο μου διήγημα στον διαγωνισμό που διοργάνωσε το περιοδικό 'Ως3' το φθινόπωρο του 2007 στο Διαδίκτυο. Το 'Κεφάλαιο Εννέα' συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τα καλύτερα διηγήματα του διαγωνισμού, γεγονός που μου έδωσε την ώθηση που ίσως κάπου να περίμενα για να ξεκινήσω να γράφω πλέον πιο συστηματικά με απώτερο σκοπό την ολοκλήρωση ενός μυθιστορήματος. Έτσι, το Δεκέμβρη του 2010 κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις Ιβίσκος 'Η Δική μου Εύα' και δυο σχεδόν χρόνια αργότερα η συλλογή διηγημάτων 'Ο Καναπές' που διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στο Amazon.com και σε έντυπη στο Lulu.com, στα Ελληνικά και στα Ισπανικά. Παράλληλα το Γενάρη του 2012 ξεκινάω το λογοτεχνικό μου μπλογκ 'Οι λέξεις μου, my words, mis palabras' στο οποίο ανεβάζω διηγήματα (13 από τα οποία αποτέλεσαν την συλλογή 'Ο Καναπές'), αναρτώ την αστυνομική νουβέλα 'Διακοπές στο Χωριό' σε συνέχειες και παρουσιάζω βιβλία που έχω διαβάσει. Tον Σεπτέμβρη του 2014 ανεβαίνει το μυθιστόρημα 'Θήτα' στα smashwords, iBooks και Barns and Noble.



* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκlesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.



Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

"Οι Επισκέπτες" του Δημήτρη Τερζή




επιμέλεια Βιβή Γεωργαντοπούλου*

                                                          lesxianagnosisdegas@gmail.com


“The House with Cracked Walls”, Paul Cézanne (1892-1894)
Οι Επισκέπτες





   Το σπίτι ήταν χτισμένο στη μέση της πλαγιάς, σαν σκούρος λεκές σε γκρίζο χαλί το χειμώνα που χρυσοπρασίνιζε το καλοκαίρι. Σαν στεκόσουν στην απέναντι πλαγιά έβλεπες τα ζωντανά ν' απλώνονται ως κάτω στην πεδιάδα, σταχτόμαυρα κι άσπρα σημάδια σε μια θάλασσα από πυκνά χορτάρια που τα χτένιζε ο αέρας.

     Εκεί συνήθιζα να κάθομαι με τις ώρες παλεύοντας ν' αντικρίσω έστω για λίγο τη θάλασσα στην άλλη άκρη του ορίζοντα. Τις περισσότερες φορές βέβαια, αν όχι όλες, επέστρεφα σπίτι μονάχα με το μπλε τ΄ ουρανού στα μάτια, αυτό της άλλης θάλασσας, της ουράνιας που ήταν το ίδιο απρόσιτη σε μένα όπως και η πραγματική. 
     Απ' την απέναντι πλαγιά έβλεπα κάθε τόσο και τους μουσαφίρηδες που ανέβαζε ο πατέρας μου στο σπίτι μας απ' το φιδογυριστό μονοπάτι. «Μουσαφίρηδες», φώναζε από μακριά, μια φωνή που ακουγόταν μόνο μια φορά κι  έφτανε να ειδοποιήσει τη μάνα μου στο πλυσταριό ή στο φούρνο, όπου και αν στεκόταν εκείνη την ώρα, κι έφτανε να τη σουλουπώσει, να φτιάξει το μαντήλι ή την μπροστέλα για να βγει στην εξώπορτα να καλωσορίσει. 
     Επισκέπτες τούς έλεγε η μάνα μου, μια λέξη τόσο ξένη σ' εκείνο τον κόσμο που μοσχομύριζε η ρίγανη και που η κοπριά σου' τσουζε τα μάτια. Άγνωστη λέξη σε τούτο τον τόπο της ερημιάς που ακόμα και τα δέντρα τα τ' αποκαλείς με ονόματα που τους έβγαλες εσύ ή σαν παραπονιέσαι στο ποτάμι γιατί το νερό του είναι τόσο παγωμένο ακόμα κι ας έφτασε το μεσοκαλόκαιρο. Επισκέπτες ανάμεσα στην Μαρίκα την κατσίκα ή τον Μπιρμπίλη τον τράγο; Όχι. Μουσαφίρηδες ήταν, μια λέξη πιο ζεστή, πιο οικεία και ας μην τους είχαμε απαντήσει ξανά ποτέ στη ζωή μας και ας μην τους ξαναβλέπαμε ποτέ. Ο πατέρας μου είχε δίκιο. 
    Τούτοι οι μουσαφίρηδες ήταν το απροσδόκητο που κρατάει λίγο, τόσο λίγο αλλά που φτάνει να σε γεμίσει για μέρες. Να μυρίσεις τον μουσαφίρη, να αφήσεις τα μάτια σου να ροβολήσουν σε κάθε καμπύλη και χαράδρα του προσώπου του, να στήσεις αυτί για τον ψίθυρο του που άλλοτε γίνεται βαριά φωνή, η φωνή του, να μετρήσεις την κοψιά του και πάνω απ' όλα να' σαι κει για να μην χάσεις λέξη απ' όσα έχει να πει.  
     - Κρασί και μεζέ γυναίκα, φώναζε ο πατέρας και κάπως έτσι άρχιζε η γιορτή. 
     Δεν προλάβαιναν να καταπιούν την πρώτη μπουκιά σαν ακούγονταν τα σφυρίγματα του σέμπρου μας που ανέβαζε το κοπάδι νωρίτερα απ' το συνηθισμένο. Τότε ο πατέρας μου σηκωνόταν, έβγαινε στην αυλή και μου' λεγε: «Πες του να ξανακατέβει μην τον πάρει ο διάλος. Είναι νωρίς ακόμα. Τρέχα, έφτυσα!»
     
Κι εγώ, θυμωμένος που θα έχανα την αρχή της ιστορίας υπάκουα και ήταν ο θυμός για το σέμπρο μας εκείνος που μου λαμπάδιαζε τα πόδια και μ' έκανε να τρέχω σαν δαιμονισμένος την πλαγιά ώσπου να τον φτάσω και να του πω, «γύρνα! Ο πατέρας είπε να γυρίσεις πίσω»! Ήταν πάλι κάτι φορές που ο πατέρας είχε τις καλοσύνες του και στο «έφτυσα», είχε μετανιώσει και με γύριζε πίσω, σιγομουρμουρίζοντας, «άστονε, θ' αλλάξει ο καιρός, ας τα φέρει». Σπάνια ο καιρός άλλαζε εκείνη τη μέρα αλλά εγώ ποτέ δεν ρωτούσα το πως και το γιατί, μου' φτανε που θ' άκουγα την ιστορία του μουσαφίρη μας απ' την αρχή.
     Έπαιρνα τη θέση μου στην άκρη του τζακιού, σγαρλίζοντας αδιάφορα τη φωτιά για να μην με πάρουν χαμπάρι πως στήνω αυτί στις κουβέντες τους. Ερχόταν κι απόσωνε η φωτιά με τόσο παίδεμα. Η μάνα μου βρισκόταν στο πλάι μου, έπαιρνε τη μασιά απ' τα χέρια μου κι έριχνε κι άλλο ξύλο στη φωτιά. Όλα αυτά γίνονταν σιωπηλά, εν είδη κάποιας μυστικής τελετουργίας που ουδέποτε ξέφευγε απ΄ το τυπικό της. Ο ρόλος μας δεν ήταν να μιλάμε αλλά μόνο ν' ακούμε. Ανάμεσα στα πλαταγίσματα των χειλιών, στις μικρές κραυγές ευφορίας για το γλυκόπιοτο κρασί και το καλομαγειρεμένο φαί, ο μουσαφίρης άνοιγε το στόμα του και μιλούσε.
     Κάπως έτσι έμαθα για τη ζωή πέρα απ' τον κάμπο, για τη θάλασσα με τα μεγάλα καράβια που κολυμπάνε σ' αυτήν και δεν βουλιάζουν, για πόλεις μακρινές με κτήρια από ατσάλι και μεγάλα παράθυρα που λαμποκοπούσαν στην ήλιο, γι' ανθρώπους μιλούνια που δεν είναι σαν κι εμάς αλλά μοιάζουν με μας, έχουν μύτη, στόμα, μάτια κι αυτιά. Αλλά δεν είναι σαν κι εμάς. Αυτό το καταλάβαινα πολύ καλά, ήξερα ν' αναγνωρίζω τις φωνές των ανθρώπων σαν μιλούσαν, είναι σαν τον άνεμο που κατεβαίνει στην πλαγιά ανάλογα με τα γούστα του. Άλλοτε ήρεμος, παιχνιδιάρης, άλλοτε θυμωμένος σα να θέλει να σε πάρει μαζί του και σ' άλλες δόσεις εκδικητικός, έτοιμος να σε ξυρίσει, να σε κόψει στα δύο όπου σε πετύχει. Γνώριζα λοιπόν καλά τις φωνές των ανθρώπων. Ήταν σπάνιες στην πλαγιά μας.
     - Να στείλεις το παιδί στο κατηχητικό, ορμήνεψε μια φορά ένας κοσμοκαλόγερος τον πατέρα μου, στο πέμπτο ή έκτο ποτήρι κρασί. 
     - Πιες και φάε κι άσε το παιδί στην ησυχία του, απάντησε εκείνος.
     - Το Χριστό σου μπαγάσα, πάς να με μεθύσεις κι όλο με κερνάς κρασί; Το ράσο μου κοίτα!
     - Αυτή είναι η υποκρισία του κόσμου! Τη βλέπεις; Τη νοιώθεις; αντιγύρισε ο πατέρας μου σε μένα με τα μάτια του να λαμπυρίζουν τη φωτιά.
     - Διάολε, εσύ και το κρασί σου! παραπονέθηκε ο γέροντας αδειάζοντας μονορούφι το ποτήρι. 
     Κατηχητικό δεν ήξερα τι είναι, μήτε σχολείο. 
     Απ' τα μέσα του Νοέμβρη ως τα τέλη του Μάρτη δεν είχαμε μουσαφίρηδες στο σπίτι. Ο πατέρας κατέβαινε πιο αραιά στα πεδινά με τ' άλογο και γύριζε μόνος, κουβαλώντας τα χρειαζούμενα που δεν μπορούσαν να μάς προσφέρουν η γη και τα ζωντανά μας. Ήταν εκείνα τα ατελείωτα βράδια που τον παρατηρούσα να κάθεται μόνος του στο τραπέζι με μια κούπα κρασί να στάζει στο παχύ του μούσι, να μουρμουρίζει σκοπούς θαλασσινούς, αυτός, ένας βουνίσιος, και να τον πιάνει ένας καημός που γινότανε βρόγχος κι ακουγότανε σαν το σκυλί μας όταν πάλευε ώρες και στιγμές να σπάσει την αλυσίδα που ήταν δεμένο στο απάγκιο. 
     Πολλές φορές το ξημέρωμα τον έβρισκε στην ίδια θέση. 
     Κι η μάνα μου; Ώρες, ώρες ένοιωθα πως τούτη η γυναίκα δεν ήταν μάνα μου. Δεν με γέννησε αυτή, απλώς ανέλαβε το καθήκον να με ντύνει, να με πλένει και να με ταΐζει. Δεν μύρισα ποτέ τον κόρφο της μάνας μου, δεν χάθηκα ποτέ στην αγκαλιά της, δεν ψιθύρισε στ' αυτί μου λόγια αγάπης που μόνο η μάνα ξέρει να πει. Όλα τούτα τα' μαθα αργότερα, με το ανάλογο κόστος που σου αφήνουν εκείνα που σου λείπουν επειδή δεν τα γνώρισες ποτέ. Είναι το ένστικτο που μετράει τις απουσίες. Είναι που νοιώθεις μισοτελειωμένος σαν βγεις στον κόσμο. Σαν να μην ήσουν έτοιμος γιατί δεν σε προετοίμασε κανείς. Σκιά ήταν η μάνα μου. Κι ακόμα σκιά τη νοιώθω, βαριά, απ' εκείνες που σου πλακώνουν την ψυχή με την τόσο ζωντανή απουσία τους.
     - Έχουμε κάνει στη θάλασσα με τον πατέρα σου. 
     Ο μουσαφίρης τούτη τη φορά ήρθε Αύγουστο μήνα με τις καμπάνες της Παναγίας που αντηχούσαν σ' όλη την κοιλάδα. Είχε το ποτήρι στο χέρι άδειο και δεν έλεγε να το ξαναγεμίσει. Έλειπε κι ο πατέρας μου, πήγε να διαολοστείλει το σέμπρο που αψήφησε τις διαταγές του και γύρισε ξανά νωρίς με το κοπάδι. Είχε το ποτήρι στο χέρι και το' παιζε, το γύριζε στα δάχτυλά του και μου φάνηκε σαν ένα δάκρυ να κύλησε και να' σταξε μέσα. Έκανε μια κίνηση σα να' πινε. Σαν δεν έχεις θάλασσα να πιεις, σου φτάνει και το δάκρυ. 
    - Πάει καιρός τώρα, είπε μόνο και βγήκε έξω.
     Πέρασαν πολλοί μουσαφίρηδες απ' το μέρος μας στα χρόνια που θυμάμαι. Μπορώ να τους ξεχωρίσω έναν προς έναν ακόμα και σήμερα. Νέους και μεγάλους, λωλούς και σπουδαγμένους, όλοι όσοι δέχθηκαν το κέρασμα του πατέρα μου κι ανέβηκαν ψηλά ώστε ν' αντικρίσουν τη γη όπως μόνο ο Θεός το κάνει, να μεθύσουν με το νέκταρ και να γευτούν την αμβροσία. Να σταθούν για λίγο σα μικροί θεοί που διαφεντεύουν τον κόσμο, χορτάτοι και φτασμένοι. Κι ήταν όλοι άντρες.
     Τη γυναίκα την έφερε ο πατέρας ένα απομεσήμερο του Οκτώβρη σαν ο ήλιος γύριζε στην πλαγιά κουρασμένος από την τόση κάψα που πότισε το καλοκαίρι. Έκοβα ξύλα για το χειμώνα, ήμουν άντρας σωστός πια, έτσι ένοιωθα τις νύχτες και τις μέρες, βίωνα το πέρασμα, την αλλαγή στον κόσμο, δεν μ' ένοιαζε το τρέξιμο στις πλαγιές πια, ούτε το κολύμπι στο ποτάμι, δεν μιλούσα στα δέντρα παρ' όλο που εκείνα σιωπηλά με άκουγαν σαν μονολογούσα, σαν έψαχνα άλλο ένα κομμάτι που μου' λειπε μα δεν ήξερα ποιο είναι. 
      - Μάλλιασαν τ' αχαμνά του πια. Ήρθε ο καιρός του, είχα ακούσει τον πατέρα μου να λέει στη μάνα μου ένα πρωί που με νόμιζαν στη στάνη. Σκιά εκείνη, δεν μίλησε, μόνο θρόϊσε και βγήκε στην αυλή της να ταΐσει τις κότες.
     Είχε περάσει απ' την πρώτη νιότη, ήταν τσουπωτή, με πιασίματα, με βαρβάτα στήθη που μου θύμισαν κανάτια αφθονίας, που τα βάζεις στο στόμα και δεν σταματάς να πίνεις μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Μόνο που τούτα τα κανάτια δεν στέρευαν ποτέ. 
     - Κρασί και μεζέ, είπε ο πατέρας και μου' κανε νόημα να μπω μέσα, ξεχνώντας για μια φορά το σέμπρο που ακουγόταν να σφυρίζει στην πλαγιά καλώντας τα ζωντανά στη στάνη. 
     Πήγα να καθίσω στο τζάκι, έφτανε ένα μουγκρητό του πατέρα μου για να καταλάβω πως το τζάκι θα ήταν μια ανάμνηση πια και η θέση μου εκεί το ίδιο, στο τραπέζι έπρεπε να κάτσω, απέναντί του, σαν όμοιος προς όμοιο πια, σαν άντρας με άντρα. Συνεννοημένη η μάνα μου έφερε τρία ποτήρια στο τραπέζι, έκοψε τρεις μερίδες παστό, τρία πιρούνια και μαχαίρια, όλα παστρικά καμωμένα, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα τούτη τη μέρα. Είχαμε επισκέπτες.
     - Η κυρά ήρθε να σε γνωρίσει, είπε ο πατέρας μου σαν κατέβασε το πρώτο ποτήρι. 
     Η γυναίκα με κοίταζε κι έκοβε μικρές μπουκιές απ' το ψωμί της που τις έκανε μπαλάκια ζύμης και τ' άφηνε στο πιάτο της. Μύριζε όμορφα. Πιο όμορφα κι απ' τα δέντρα. 
     - Ιγκώ πρέπει να φύγκω το βράντι.
    Ξένη λοιπόν. Ήταν μια ξενομερίτισα, γεννημένη μακριά απ' τον τόπο μας, ποιος ξέρει τι και πως και που. 
     - Θα φύγεις μωρέ. Μη σκιάζεσαι. Θα σε κατεβάσει ο σέμπρος με τ' άλογο, την καθησύχασε ο πατέρας μου. 
     - Πάμι; 
     Την ερώτηση την έκανε σε μένα, λες και ήξερα από πριν τι θα γινόταν, λες και γνώριζα τη νομοτέλεια των πραγμάτων που αντιπροσώπευαν το λόγο της παρουσίας της εκεί. Σηκώθηκα δίχως να ξέρω πραγματικά το γιατί. Σηκώθηκε κι εκείνη.
     - Δεν κρατιέσαι ε; κάγχασε ο πατέρας. Ας είναι, θα πιω μόνος. Γυναίκα!
     Η σκιά της περίμενε στην πόρτα. Αμίλητα μας οδήγησε στη σοφίτα, στο στρώμα που' χε στρωθεί με καθαρά ρούχα πλάι στο φεγγίτη, εκεί που στεκόμουνα μικρός και χάζευα τ' αστέρια στη νύχτα. Έφυγε ακροπατώντας όπως πάντα. 

    Όλα τούτα τα θυμήθηκα απόψε που το καράβι μας έπιασε στο λιμάνι που κάποιοι πειρατές  σφήνωσαν με καλέμι και αμόνι τα παλιά χρόνια, ανάμεσα σε τούτα τ' απόκρημνα βράχια του βουνού μου. Απ' την άλλη μεριά είναι η πλαγιά μου. Η στάνη μου. Ο τάφος του πατέρα και της μάνας μου. Το έρημο κοτέτσι, η αλυσίδα του σκύλου που σκουριάζει στην ήλιο. 
     Ο σέμπρος το' σκασε μαζί μου εκείνον τον Οκτώβρη, δυο μέρες μετά που γύρισε τη γυναίκα στην πεδιάδα. Στο δρόμο την δοκίμασε κι εκείνος λιώνοντας τα χαμόκλαδα με το βάρος των κορμιών τους. Άτιμο το πράμα της γυναίκας. Σε θολώνει, σ' αφιονίζει, σε σπρώχνει στα Τάρταρα και σ' ανυψώνει στον Παράδεισο. Όλα αυτά μαζί κι ακόμα παραπάνω. Μα ήτανε μόνο η αφορμή να φύγω στα κρυφά, τώρα το ξέρω καλά αυτό. Στα χρόνια που πέρασαν έστειλα λεφτά και δέματα και δώρα, εκλιπαρώντας για τη γονική συγγνώμη που δεν έφτασε ποτέ στ' αυτιά μου. Και σαν πιάναμε στο λιμάνι κάποιες φορές κι έπαιρνα άδεια να φτάσω ως την πεδιάδα, στεκόμουν στη ρίζα του δρόμου, εκεί που το φιδίσιο του κορμί ανηφόριζε στην πλαγιά και δεν προχωρούσα παραπάνω. Ο πατέρας μου έμαθα, δεν κατέβαινε πια, αλλοίμονο πώς ζούσαν εκεί πάνω, κανείς δεν γνώριζε και κανείς δεν ήθελε να μάθει. 
     Πλήρωσα κι έστειλα ανθρώπους να τους ψάξουν. Μου στείλανε μήνυμα πως τους θάψανε πίσω απ' το σπίτι, κάτω απ' τις βελανιδιές που οι κορφές τους αυλάκωναν τον ουρανό. 
     Ποιος θα θάψει εμένα δεν το ξέρω και ούτε με νοιάζει. Η ζωή κύκλους κάνει κι εγώ τώρα βαρέθηκα το πέρα δώθε του βαποριού, τη ληγμένη κονσέρβα και τα μακρινά λιμάνια. Η αλμύρα πότισε τα κόκαλά μου και δεν τα νοιώθω. Κι ο κόσμος; Τι να μου πει ο κόσμος πια; Λέω λοιπόν να σταθώ, να ξαποστάσω. Ν' ανέβω στην πλαγιά ξανά, ν' αγγίξω το σκουροφαγωμένο ξύλο και τη φαγωμένη πέτρα, να κάνω ένα σταυρό πάνω απ' τους τάφους και ν' αντικρίσω τον κόσμο από ψηλά. Μικρός θεός να γίνω. Χορτασμένος και φτασμένος όπως είμαι να διαφεντεύω τον κόσμο.
Γεννήθηκε το 1974 σε μια παραθαλάσσια γωνιά της Πελοποννήσου κι έστησε την πρώτη του ιστορία στην ηλικία των 8 ετών με αναγνώστη - μοναδικό και αδιαμαρτύρητο - την γιαγιά του. Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώνοντας έμπλεξε με την δημοσιογραφία. Έχει συνεργαστεί με τις εφημερίδες «Αθηναϊκή», «Τα Νέα», τους ραδιοφωνικούς σταθμούς «Αιγαίο FM» και «Κανάλι 1» του Πειραιά, ενώ τα τελευταία 3 χρόνια εργάζεται για λογαριασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών». Το 2013 κυκλοφόρησε απ' τις εκδόσεις «Ιβίσκος» η συλλογή διηγημάτων του, «Το Τέλος Μιας Τέλειας Μέρας».

------------------------------


* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.