Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

"Ο άντρας μου είναι ένας ήσυχος άνθρωπος" του ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΡΙΝΟΥ



επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*


Vincent Willem van Gogh

Ο άντρας μου είναι ένας ήσυχος άνθρωπος.
Δεν ακούς την ανάσα του. Το σούρσιμο που κάνουν οι παντόφλες του στο παρκέ είναι πάντα ανεπαίσθητο, το τσάκισμα της εφημερίδας καθώς διαβάζει, άηχο και δίχως παλμό. Ποτέ δεν ξέρεις αν έχει φύγει ή μόλις ήρθε. Κάτι πάνω του είναι από καιρό σε ανακαίνιση που δεν τέλειωσε. Του βάζω να φάει και δεν ρωτάει τι είναι. Κι όμως, δεν αφήνει ούτε μπουκιά στο πιάτο. Έχει πάντα ένα τσιγάρο αναμμένο, αλλά ποτέ δεν τον έχω δει να καπνίζει. Οι στάχτες στο τασάκι τον κοιτάζουν. Με τα παιδιά δεν έχει πρόβλημα: τα διαβάζει ανελλιπώς τα σαββατοκύριακα, αλλά αν τον ρωτήσω τι τάξη πάνε δεν θα ξέρει να μου πει. Τα βγάζει και βόλτα. Από μνήμης έχει κρατήσει αυτό που του είπα κάποτε: έχουν μεγαλώσει πια, μην τα πας άλλο στις κούνιες γιατί βαριούνται. Φίλους δεν έχει, ούτε χόμπι. Κάθεται στον καναπέ και βλέπει τηλεόραση με τις ώρες. Όμως ούτε κι εκεί είναι παρών. Θα βρέξει αύριο, τι λέει; Δεν ξέρει. Θα έχουν απεργία τα λεωφορεία; Ανασηκώνεται έντρομος λες και του είπα τη χειρότερη είδηση του κόσμου. Τα μάτια του γεμίζουν με κάτι μεταλλικό, το άσπρο χάνεται. Λες; Πώς θα πάω στη δουλειά; Είναι ένας δικός του παραλογισμός χωρίς έρεισμα. Δεν έχει λείψει ποτέ από τη δουλειά του. Είναι άνθρωπος του καθήκοντος. Την επόμενη του γάμου μας με παράτησε σύξυλη στο κρεβάτι να τον περιμένω να γυρίσει από το γραφείο το βράδυ. Ταξίδι του μέλιτος δεν πήγαμε. Αγοράσαμε καρτ ποστάλ με τον Πύργο του Άιφελ. Ήταν καλά. Είχε ήλιο και τα δέντρα ήταν ανθισμένα και είχε φώτα, πολλά φώτα.
Ναι, ο άντρας μου είναι τόσο ήσυχος σαν τα λουλούδια που έχουμε στο μπαλκόνι. Τα πότιζα κάθε μέρα, στο τέλος σάπισαν, τα άφησα έτσι. Με τον καιρό προσαρμόστηκα. Φτιάχνω πατάτες στο φούρνο κι όταν τα παιδιά γυρνούν από το σχολείο με ρωτούν τι φαγητό έχουμε. Μακαρόνια τους λέω. Νομίζουν πως τα κοροϊδεύω. Στο κρεβάτι δεν φωνάζω. Πνίγομαι στα σάλια μου. Δεν ακούγεται τίποτα. Ούτε το σώμα του όταν πέφτει στο δικό του. Ίσως γιατί δεν πέφτει. Υπάρχει ένα ξέψυχο μένος, κάτι που δεν λέει να βγει και σκαλώνει.
Έχουμε μια κανονική οικογένεια. Όταν με ρωτούν αυτό λέω, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει. Το άκουσα που το έλεγε μια ηθοποιός στην τηλεόραση και αποφάσισα να λέω το ίδιο. Σε γλυτώνει από παραπάνω ερωτήσεις. Τι να άλλο να πεις σε έναν κανονικό άνθρωπο; 
Εκείνη την ημέρα, όμως, φοβήθηκα πολύ.
Πηγαίναμε όλοι μαζί βόλτα με το αυτοκίνητο. Δεν το κάνουμε συχνά, δεν ξέρω τι μας έπιασε και ποιος μας ανάγκασε να το κάνουμε. Ο άνδρας μου άρχισε να τρέχει – ποτέ δεν έτρεχε με το αυτοκίνητο. Μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων μπορεί να την κάνει και σε τέταρτο. Ποιος ο λόγος να βιάζεται κανείς, λέει. Ποιος ο λόγος να φτάσει, λέω εγώ. Εκείνη την ημέρα όμως το πόδι του ήταν καρφωμένο στο γκάζι. Δύο φορές περάσαμε με κόκκινο, προσπερνούσε το ένα αυτοκίνητο μετά το άλλο, έκανε ελιγμούς,  έστριψε σε λάθος δρόμο, πήγε να πατήσει μια γάτα, έβρισε έναν παππού που οδηγούσε με το πάσο του, άνοιξε το ραδιόφωνο και το έκλεισε και το άνοιξε ξανά. Σε έναν σταθμό που δεν έπιανε και έκανε ένα εκνευριστικό ήχο με παράσιτα.
Τα παιδιά τρόμαξαν, εγώ άρχισα να πνίγομαι κι εκείνος έτρεχε, έτρεχε. Όταν φτάσαμε ήταν σε ένα παραλιακό κέντρο. Η θάλασσα σκοτεινή, ο ήλιος κρυμμένος. Είχαμε βγει για φαγητό. Μας το θύμισε η μικρή μας κόρη. Τα χείλια της ήταν άσπρα από τον τρόμο. Παραγγείλαμε, αλλά δεν φάγαμε τίποτα. Πληρώσαμε μετά από μισή ώρα και φύγαμε. Στην επιστροφή δεν μίλησε κανείς. Οδηγούσε όπως πάντα. Είχαμε μια κανονική ταχύτητα και μια κανονική σιωπή και ήταν δικά μας όλα.
Από εκείνη την ημέρα κάτι άλλαξε. Δεν ξέρω τι ακριβώς, δεν μπορώ να καταλάβω. Το πάτωμα στο σπίτι ηχεί κούφιο, οι τοίχοι είναι μαλακοί, τους πιάνω και μου μένουν σοβάδες στα χέρια. Τα έπιπλα μαζεύουν περισσότερη σκόνη. Τα περνάω με πανί και σε μια ώρα είναι σαν να μην τα καθάρισα ποτέ. Τους αλλάζω θέση πού και πού για να μην βαριούνται σαν κι εμάς. Εκείνος δεν μιλάει στα παιδιά, ούτε τα διαβάζει τα σαββατοκύριακα. Δεν κάνουμε έρωτα, πολλές φορές τον βρίσκω να κοιμάται στον καναπέ και τον αφήνω εκεί. Του βάζω στο πλάι ένα ποτήρι νερό, μην πνιγεί τη νύχτα, και του κλείνω τα φώτα. Το πρωί τα βρίσκω ανοιχτά. Δεν τα κλείνω. Υπάρχουν φορές που βυθίζεται με τις ώρες στον καναπέ, αλλά η τηλεόραση είναι κλειστή. Έχει μπροστά του την εφημερίδα• είναι ανοιγμένη στις αθλητικές σελίδες. Ο άνδρας μου δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο. Δεν έχει καν αγαπημένη ομάδα. Του κλέβω λέξεις, φράσεις, νοήματα με τα μάτια. Σήμερα έδιωξαν άλλους δύο στη δουλειά, ο ένας είχε προχωρημένο καρκίνο, ήρθαν τα κοινόχρηστα, αυτό το κρέας που αγόρασες ήταν σκληρό δεν τρώγεται, αλλά βάλε μου λίγο ακόμη.
Μετά πέφτει να κοιμηθεί και είναι σαν να παλεύει με κάτι αόριστο, σαν να τρέχει, αλλά μόνος του. Το πόδι του παίζει κάτω από τα σκεπάσματα. Κάτι πατάει, κάτι θέλει να σπρώξει να πάει πιο γρήγορα. Είναι κάτι που του έχει μείνει και στον ξύπνιο του. Εκεί που κάθεται ήσυχα βλέπεις το ένα πόδι του να τινάζεται δίχως ρυθμό. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Θεέ μου, είναι τρελό. Είναι ολότελα τρελό όλο αυτό το πράγμα και δεν σταματάω να το κοιτάζω κι εκείνο δεν σταματάει να πηγαίνει πάνω κάτω. Τον έπεισα να πάει σε νευρολόγο. Έκανε όλες τις εξετάσεις. Δεν του βρήκαν τίποτα. Καρδιά μικρού παιδιού, επίπεδα σακχάρου κανονικά, τα νεύρα του είναι βούτυρο. Κι όμως, το πόδι δεν σταματάει με τίποτα. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Πώς κάνει ο μπαμπάς; Να έτσι, λένε τα παιδιά πίσω από την πλάτη του. Τον κοροϊδεύουν, αλλά κανένα δεν γελάει με το αστείο. Συνεχίζουν να το κάνουν.
Το κάνει και τώρα. Ακούω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι μας που τρίζουν. Κάτι υπάρχει σε αυτό το πόδι, κάτι υπάρχει.

Μαζεύω τα πιάτα από το τραπέζι, μοιάζουν με άδεια μάτια• λερωμένα. Τα πλένω και πάλι το ίδιο: με κοιτάζουν με εκείνες τις παγωμένες κόρες τους• καθαρά αυτή τη φορά. Βγαίνω στο σαλόνι να τον ακούσω,  να βεβαιωθώ ότι είναι καλά, ότι είναι κανονικά. Στο υπνοδωμάτιο δεν θέλω να μπω ακόμη, φοβάμαι. Επιστρέφω στην κουζίνα. Βάζω τα πιάτα στη θέση τους και φοβάμαι περισσότερο. Κάτι θα πέσει, θα διαλυθεί, θα γίνει θρύψαλα και μετά κάτι άλλο και κάτι άλλο. Και θα συνεχίσει να πέφτει. Όταν ξάπλωσα δίπλα του, περασμένες δώδεκα, ήταν πλέον πολύ αργά για τα πάντα. Το άλλο πρωί μου είπε πως αποφάσισε να πουλήσει το αμάξι. Δεν μας χρειάζεται, είναι επιπλέον έξοδο, μου εξήγησε, και το μετρό είναι μια χαρά. Να, το πόδι του πάλι έπαιξε. Την ώρα που έπινε καφέ και μου έλεγε για το αυτοκίνητο. Είσαι σίγουρος, αυτό το αυτοκίνητο ήταν το όνειρό σου γιατί να το σκοτώσεις τώρα που κανένας δεν αγοράζει τίποτα; Το πόδι, εκεί, να δίνει το ρυθμό. Το έκρυψε κάτω από το τραπέζι να μην το βλέπω. Ούτε κι εκείνος. Κάτι συμβαίνει εκεί που δεν βλέπουμε. Ντύθηκε γρήγορα γρήγορα, να προλάβω το λεωφορείο, μου είπε, να συνηθίσω τις διαδρομές. Δηλαδή το έχεις αποφασίσει; Ναι. Χωρίς να μας ρωτήσεις; Καλύτερα έτσι. Και τα παιδιά; Θα μάθουν να πηγαίνουν με τη συγκοινωνία όπως όλοι. Κι εμείς; Το ίδιο. Τον περίμενα να φύγει με το ασανσέρ. Κοιτούσε τα παπούτσια του, κοιτούσα τα χέρια μου. Του είπα ότι το μεσημέρι θα έφτιαχνα μακαρόνια. Έφτιαξα πατάτες στο φούρνο. 


Ο Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1971 στην Αθήνα, πόλη στην οποία συνεχίζει και διαμένει. Είναι παντρεμένος, έχει ένα παιδί και τα τελευταία 15 χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος. Εδώ και έξι χρόνια εργάζεται ως αρχισυντάκτης στην καθημερινή αθλητική εφημερίδα "Goalnews" και είναι παραγωγός του αθλητικού ραδιοφώνου "Sentra 103,3". Κατά περιόδους έχει εργαστεί σε τηλεοπτικούς σταθμούς, περιοδικά και γραφεία Τύπου.

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2014)Αναμνέζα, Γαβριηλίδης
(2014)Ουρανός κάτω, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
(2012)Τελευταία πόλη, Γαβριηλίδης
(2011)Χαμένα κορμιά, Τετράγωνο
 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2015)Μονόλογοι συγγραφέων, Vakxikon.gr
(2015)Μονόλογοι συγγραφέων, Vakxikon.gr
(2014)Via dolorosa, Vakxikon.gr
(2013)Via dolorosa, Vakxikon.gr
(2013)Έγκλημα στο χωριό, OpenBook.gr
(2013)Ιστορίες διαδικτύου, Τα πρώτα 20 διηγήματα του 2011, Artspot
(2011)Διαγωνισμός "Λόγω Τέχνης", Artspot
(2011)Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός διηγήματος, Ιανός
(2009)19 νέα βήματα, Ελευθερουδάκης
(2009)Αποκάλυψη, Ανατολικός
-----------------------------

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

" ΤΕΛΕΙΩΣΕΣ;" του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ

         
 επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*                             
 
"The Doctor" by Luke Fildes(1891) 

    Εκείνη την εποχή,  κατά το Μεσοπόλεμο, το να πάει κάποιος νέος από χωριό να σπουδάσει στο Παρίσι ήταν από δύσκολο έως αδύνατο… Και όμως, ο Δημήτρης Αντωνόπουλος, από κάτοικος  εκείνου του χωριού, στις υπώρειες του Παρνασσού, βρέθηκε στο Μονπαρνάς να μοιράζεται ένα φοιτητικό δωμάτιο μαζί με δύο άλλους φερέλπιδες νέους από την Αθήνα.
   Η ιστορία είχε αρχίσει γύρω στα τρία χρόνια πριν, όταν ο καθηγητής συνάντησε μια μέρα στο δρόμο τον κύρη τού Δημητρού:
   -Άκου να σου πω κυρ Πανάγο. Ο Γιός σου είναι ο πρώτος μαθητής στο σχολείο… Θα είναι κρίμα να μην προχωρήσει πιο πέρα… Έχω μιλήσει μαζί του αρκετά πάνω στο θέμα των σπουδών του… Είναι λίγο δύσκολος χαρακτήρας. Κλειστός. Όμως κατάφερα να τού βγάλω με το τσιγκέλι αυτό που -όπως μού είπε- είναι διακαής του πόθος… Θέλει, λέει, να γίνει γιατρός…
   -Γιατρός; Τι είναι αυτά που λες κυρ δάσκαλε; Τι να κάνει εδώ στο χωριό σαν γιατρός; Πενήντα νοματαίοι όλοι κι όλοι… Σα να μου λες δηλαδή, ότι θα πάει να σπουδάξει στην Αθήνα, και μετά, αφού τελέψει, θα μείνει εκεί για να ασκήσει το επάγγελμά του… Τρέχα  γύρευε…
   -Γιατί; Άσχημα θα σου καθίσει να έχεις το γιό σου σπουδασμένο; Αφού ο θεός τον προίκισε με τέτοιο μυαλό, να πάει χαμένη αυτή η θεία χάρη;
   -Μα καλά τώρα… Να μείνει στην πρωτεύουσα; Και ποιος μωρέ θα με βοηθήσει εμένα στα χωράφια; Μηδέ έχω και κάνα άλλο παιδί: Μονάκριβος μού έχει μείνει… Αν πάει στην Αθήνα τον έχασα…
   -Και ποιος σου είπε εσένα ότι θα μείνει στην Αθήνα;
   -Αμ που θα μείνει; Τί γιατριλίκι θα ασκήσει εδώ πέρα; Εδώ τα ζώα είναι  πολύ περισσότερα από τους ανθρώπους… Εκτός κι αν θέλει να γίνει κτηνίατρος...
   -Λοιπόν… Όταν σου είπα ότι αυτό το παιδί είναι ξεχωριστό, το εννοούσα… Ξέρεις μωρέ τι μου είπε; Ότι θέλει να γίνει γιατρός  να γιατρεύει τον κόσμο από την ελονοσία...
   Το χωριό τους ήταν κοντά στην περιοχή της λίμνης της Κωπαΐδας. Κι εκείνες τις εποχές, οι τόποι γύρω από την λίμνη υπέφεραν από την φοβερή αρρώστια… Δεκάδες έφευγαν κάθε χρόνο  μέσα σε φοβερούς πυρετούς.  Η αποξήρανση  που είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια αργούσε  να ολοκληρωθεί…
   -Κολοκύθια τούμπανα, κυρ δάσκαλε.. Εγώ το παιδί μου το θέλω εδώ, δίπλα μου… Βλέπεις, γερνάω σιγα-σιγά, και η ζωή στα χωράφια θέλει γερά χέρια..
   -Τα γερά χέρια, κυρ Πανάγο, τα βρίσκεις και έξω από το σπίτι σου… Τα γερά μυαλά όμως σπανίζουν. Αυτά τα έχεις μέσα στο σπίτι σου… Αυτά να κοιτάξεις να εκμεταλλευτείς...
   Ο Πανάγος ένοιωθε ότι το επιχείρημα του δάσκαλου -που άλλωστε ήταν και ο ειδικός- ήταν λογικό. Όμως αυτός αντέτεινε το μόνο τρανό επιχείρημα που είχε στη διάθεσή του:
   -Ωραία τα λες εσύ δάσκαλε!... Και από λεφτά τι γίνεται; Ξέρεις πόσα χρειάζονται; Ή θέλεις τώρα να σου θυμίσω την ιστορία του Καλονίκου;
   (Αυτή, η ιστορία του Καλονίκου, κυκλοφορούσε στο χωριό σαν ανέκδοτο… Επρόκειτο για την ιστορία ενός συγχωριανού τους, πλούσιου τσέλιγκα, πλην όμως αγαθού. Αυτός λοιπόν, είχε ένα γιό που φαγώθηκε να πάει στη Γερμανία να σπουδάσει… Έφυγε, πήγε στο καλό, και περνούσαν τα χρόνια και όλο σπούδαζε και όλο σπούδαζε, είχαν ξεχάσει ακόμα και τη φάτσα του. Και κάποτε στο καφενείο του χωριού, κάποιος συγχωριανός ρωτάει τον Καλονίκο με σκωπτική διάθεση:
   -Και τι σπουδάζει, ρε Γιώργη, ο γιός σου στα εξωτερικά;
   -Τι σπουδάζει;  Λύκος… Να τι σπουδάζει…
   -Λύκος; Και τί είναι αυτή η σπουδή ρε Γιώργη; Υπάρχει;
   -Υπάρχει… Αμ πώς δεν υπάρχει… Λύκος… Ξέρετε πόσα πρόβατα μού έχει φάει; Και ακόμα δεν πήρε το χαρτί…)
    -Αν είναι εκεί το πρόβλημα, υπάρχει λύση, αντέτεινε, ο δάσκαλος… Ας το σε μένα…
    Εκεί είχε σταματήσει η κουβέντα εκείνο το απόγευμα, και ο καθένας είχε πάρει το δρόμο του… Ο Πανάγος στο χωράφι, ο δάσκαλος στο σχολειό…
    Η λύση που είχε υπ’ όψιν ο δάσκαλος ήταν η υποτροφία. Ο μαθητής του ήταν ιδιοφυία. Το είχε διαπιστωμένο. Και μη χάνοντας καιρό έκανε τις απαραίτητες ενέργειες στη σχετική επιτροπή του υπουργείου.. Τέλειωσαν τα διαδικαστικά, και ο Δημήτρης του Πανάγου, γράφοντας μιαν εξαιρετική εργασία, κατάφερε και πήρε υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Παρισιού, μιας και εδώ στο δικό μας δεν υπήρχε τότες ειδικότητα της παθολογίας για την ελονοσία.
    Ο Πανάγος το έμαθε, και το έφερε βαρέως που ο γιός του θα έφευγε…  Το είχε πάρει κάπως σαν συνομωσία του παιδιού του με τον δάσκαλο εναντίον του. Βρε τί του είπαν οι συγγενείς ότι αυτό «είναι μεγάλη ευκαιρία για το παιδί», ότι «θα έπρεπε να είναι υπερήφανος που ο γιός του θα γύριζε σπουδαγμένος επιστήμονας», αυτός το είχε μεγάλο μαράζι. Ούτε καν στο λεωφορείο δεν συνόδευσε τον Δημήτρη όταν έφτασε η μέρα της αναχώρησης… Παρέμεινε σε κάποιαν απόσταση, και οι χωριανοί τον άκουσαν να μονολογεί, καθώς το αμάξι χανόταν στην στροφή του δρόμου, «Το ένα μου παιδί το έφαγε το ποτάμι και το άλλο μου το τρώνε τώρα οι σπουδές»… Πριν από χρόνια, εκείνη την ημέρα της καταραμένης νεροποντής, η γυναίκα του γλίστρησε και έπεσε μέσα στο αγριεμένο ρέμα έξω από το χωριό.. Ο μεγάλος του γιός, παλληκαράκι δεκατεσσάρων χρονών, έπεσε για να την σώσει, και πνίγηκαν και οι δύο… Από εκείνην την μέρα ο Πανάγος είχε αλλάξει. Με δυσκολία  έσκαγαν τα χείλη του σε χαμόγελο.  Τα λόγια του ήσαν λιγοστά και μετρημένα, ακόμα και στο μικρό Δημήτρη που τον μεγάλωνε με χίλια ζόρια…
     Ο Δημήτρης πέρασε πέντε αλησμόνητα χρόνια σπουδών στο Παρίσι, μέσα σε ένα περιβάλλον και μια ζωή που ούτε καν  την φανταζόταν τότε που ζούσε στο χωριό. Το μυαλό του άνοιξε σε νέες ιδέες, έκανε σπουδαίες φιλίες, εκεί αντρώθηκε. Ούτε μια φορά δεν ήρθε στο χωριό όσο σπούδαζε, και αυτό ελείψει χρημάτων για τα ναύλα. Άλλοι καιροί τότες. Και κάποτε, τέλειωσε, και γύρισε στο χωριό έχοντας στις αποσκευές του το δίπλωμά του ως γιατρού Malariologiste, με άριστα και από κάτω φαρδιές πλατιές τις υπογραφές των πιο διάσημων καθηγητών της εποχής. Ο πατέρας του  δεν τον υποδέχτηκε όταν γύρισε με το λεωφορείο, όπως και δεν τον είχε κατευοδώσει τότες που έφυγε. Όταν έφτασε στο σπίτι ο Δημήτρης έβγαλε από την βαλίτσα και του έδειξε το Δίπλωμά του με περηφάνια… Τότες αυτός δεν έκανε κάνα σχόλιο πάνω σ’ αυτό.  Μόνο είπε:
   -Τέλειωσες; Έκανες το κέφι σου; Σύρε τώρα στα χωράφια… Εγώ δεν πρόκειται να σε βοηθήσω να ανοίξεις ιατρείο… Κράτα τις σπουδές για τον εαυτό σου…
    Ήταν σα να τον χτύπησε κεραυνός…  Η στάση του κύρη του ήταν ακατανόητη… Κάθισε εκεί, σε μια γωνιά, αποσβολωμένος. Και όταν ήρθε η επόμενη μέρα, τότε που ο Πανάγος άρπαξε τα βιβλία του και τα πέταξε έξω από το σπίτι, το μυαλό του τραυματίστηκε θανάσιμα…

    Από εκείνη την μέρα το παιδί έπαθε ψυχικό μαρασμό… Δεν εξάσκησε ποτέ την ιατρική, και όπως ήταν φυσικό ούτε και στα χωράφια ήταν ικανός να δουλέψει… Η μελαγχολία τον έκλεισε στο σπίτι. Και όταν αργότερα, σιγά-σιγά, άρχισε να βγαίνει, σταματούσε στο δρόμο και παραμιλούσε… Και έλεγε: «Ξέρετε… Εγώ είμαι Γιατρός… Γιατρός ελονοσιολόγος… Είμαι Γιατρός»…


Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στην Δημοσιογραφική Σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα την δημοσιογραφική του καριέρα αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γειά σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το παρόν βιογραφικό αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδίδεται.



   ---------------------------

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.


"Προσθήκη στους φίλους " του ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΑΚΑΛΗ


επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*



Προσθήκη στους φίλους

Ήταν φίλοι στο facebook. Μιλούσαν αρκετά συχνά μέσω του υπολογιστή. Αυτός της είχε κάνει αίτημα φιλίας. Την είχε δει στους φίλους ενός φίλου του από την πραγματική ζωή και του άρεσε απ’ την πρώτη ματιά. Όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε να την ερωτεύεται. Από μακριά. Ήταν τόσο νέα, γύρω στα τριάντα και κάτι. Αυτός είχε πατήσει τα πενήντα για τα καλά. Παντρεμένος με παιδιά αλλά η σχέση με τη γυναίκα του ήταν ανύπαρκτη εδώ και χρόνια.
Ήταν συγγραφέας αρκετά γνωστός και αυτή του η δραστηριότητα ήταν που του έδινε χαρά. Αυτή και τα παιδιά του. Όμως η έλλειψη γυναίκας ήταν κάτι που τον βασάνιζε.
Η κοπέλα ήταν καθηγήτρια φιλόλογος και έδειχνε να ενθουσιάζεται με τα γραπτά του. Μιλούσαν συχνά για τα βιβλία του και διάφορα άλλα θέματα της ζωής. Πάντα μέσω facebook.
Κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος και της ζήτησε να βγούνε έξω για καφέ. Αυτή στην αρχή δίστασε αλλά τελικά δέχτηκε. Συναντήθηκαν μία, δύο, τρεις φορές. Η συζήτησή τους περιστρεφόταν στα γνωστά θέματα. Τίποτα περισσότερο.
Μια μέρα πήρε την απόφασή του να της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Συναντήθηκαν σ’ ένα ήσυχο καφέ και εκεί της μίλησε. «Σε θέλω» της είπε. «Μονοπωλείς τη σκέψη μου». Αυτή γέλασε. Από έκπληξη, αμηχανία, της φάνηκε αστείο, ποιος ξέρει;
Του είπε ότι αυτή ψάχνει έναν άντρα χωρίς υποχρεώσεις για να κάνει μαζί του οικογένεια. Εν ολίγοις απέρριψε τον έρωτά του. Του είπε όμως ότι μπορούν να παραμείνουν φίλοι όπως μέχρι τώρα. Αυτός έδειξε κατανόηση, έτσι τουλάχιστον φάνηκε. Ήταν εξάλλου χαμηλών τόνων άνθρωπος. Χαιρετιστήκανε και είπαν ότι θα μιλήσουν στο facebook. Τηλέφωνα δεν είχαν ανταλλάξει, αυτή το θέλησε έτσι.
Την άλλη μέρα μόλις γύρισε από τη δουλειά, έκανε έναν καφέ και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή. Μπήκε στο facebook και την αναζήτησε. Μόλις την βρήκε είδε έκπληκτος την ένδειξη «προσθήκη στους φίλους». «Πάει, τέλειωσε», μουρμούρισε πικραμένος.




Βιογραφικό σημείωμα: Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» το 2008 και «Θαμμένος στην Άμμο» το 2010, από τις εκδόσεις Πλανόδιον, και τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars 2013. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Επόμενή του δουλειά η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Το Δεκέμβριο του 2015 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Κυτίο Κρυφών Ονείρων», από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά.

--------------------------



 * Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.