Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

" Άπαντα Δημοσθένη Βουτυρά ", Β΄μέρος




γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου*





Συνεχίζοντας το δικό μας μικρό αφιέρωμα στον Δημοσθένη Βουτυρά και τα Άπαντά του,
μη θέλοντας ένα τυπικό μνημόσυνο με λόγια/κόλλυβα,έκρινα καλύτερο να αφήσω το θεωρούμενο ως το σπουδαιότερο εκ των διηγημάτων του να μιλήσει εκείνο στις καταπονημένες,από την άθλια πραγματικότητα που βιώνουμε εν έτει 2015,ψυχές μας.

Ο «Θρήνος των Βοδιών» γράφτηκε από τον Βουτυρά το 1923 και βρίσκεται στον πέμπτο τόμο των Απάντων του που τα επιμελείται τόμο τόμο ο ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος για τις εκδόσεις Στάχυ/Δελφίνι, άξιος θερμών συγχαρητηρίων για την αφοσίωση και την μεθοδικότητα  με την οποία το κάνει (και ολότελα αβοήθητος έχω την εντύπωση από την πολιτεία)κοντά είκοσι χρόνια!Ούτε λίγο ούτε πολύ πρόκειται για ένα ομολογουμένως φιλόδοξο και συναρπαστικό όνειρο: θα το αποτελούν,όπως ο Βάσιας Τσοκόπουλος έχει υπολογίσει και πει,14 τόμοι με όλο το έργο του Βουτυρά συγκεντρωμένο σ΄αυτούς,αν σκεφτούμε δε ότι ο Βουτυράς έχει γράψει πάνω από 500 διηγήματα  και νουβέλες θα πρόκειται για προσωπικό άθλο του κυρίου Τσοκόπουλου,μακάρι να γίνει.

Μαζί με το αριστουργηματικό, αλληγορικό αυτό κείμενο του ακάματου και χαμηλών τόνων Δημοσθένη Βουτυρά( δεν πήρε μέρος ούτε καν στην διαμάχη γύρω από το έργο του,την γνωστή ως «το πρόβλημα Βουτυρά» -έτσι την ονόμασε αρχικά ο Γρηγόριος Ξενόπουλος το 1920- απαντώντας,ο Βουτυράς,με τον δικό του τρόπο,αυτόν της σεμνής σιωπής και της παράλληλης συνέχισης διηγημάτων αντί λεκτικών αντιπαραθέσεων στην σφοδρή πολεμική που του εξαπέλυσε ο Κώστας Παρορίτης δημιουργώντας ένα μέτωπο βουτυρικών και αντιβουτυρικών αρθρογράφων)στον πέμπτο αυτόν τόμο ο Τσοκόπουλος παρουσιάζει,και ορθώς,πολλά κείμενα που έχουν να κάνουν και με αυτό το ζήτημα.
Ο «Θρήνος των Βοδιών» αποτελεί την πλέον αποστομωτική απάντηση στους επικριτές του διηγηματογράφου.

Για την ιστορία και την μνήμη του Δημοσθένη Βουτυρά εμείς εδώ ας θυμίσουμε μόνον ότι το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε το 1928 στο περίφημο περιοδικό «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας και έχει επίσης μεταφραστεί στα γαλλικά.









“Ο Θρήνος των Βοδιών”

['Aπαντα, τ. Ε΄, εισ.-επιμ. Βάσιας Τσοκόπουλος, Αθήνα, εκδ.Δελφίνι,2001)


Ο γερο-Γάλιας είχε καθίσει στην άκρη του χαντακιού, που ήταν απ' έξω και κοντά κοντά στη μάντρα του Κωστούλα, κι έτρωγε το ψωμί του. Κι ερημιά παντού υπήρχε, ζωντανό πράγμα δε φαινόταν ολόγυρα. Ψηλά όμως, στο θολό ουρανό, πλήθος κοράκια γύριζαν κι ένα γεράκι μονάχο, με ανοιχτές τις φτερούγες, χωρίς να τις κτυπά, έφερνε βόλτες... Μες στο χαντάκι, λίγο πιο πέρα απ' το γερο-Γάλια, ένα σκυλί μεγάλο βρισκότανε ψόφιο, γυμνωμένο σχεδόν απ' τις σάρκες του, και κοντά του ένα καύκαλο βοδιού.
-Πάει και πάει! έκανε για το σκυλί ο γερο-Γάλιας, και τι θεριό ήτανε!...
Για λίγο έγινε μια κίνηση, ένας θόρυβος στο δρόμο. Η πόρτα η μεγάλη της μάντρας, που δεν έβγαινε στο χαντάκι, άνοιξε κι ένα κοπάδι μεγάλο βόδια βγήκανε. Αργά και με κουνητό κεφάλι πήρανε το δρόμο του ρέματος και χαθήκανε στην κατηφοριά.
Ο γερο-Γάλιας γύρισε τότε, σα να θυμήθηκε κάτι, και κοίταξε μες στη μεγάλη μάντρα απ' την πορτούλα που ήτανε πίσω του, με αραιές σανίδες φραγμένη.
Ενα βόδι μόνο βρισκότανε μέσα, δεμένο στο μεγάλο δέντρο κοντά κοντά στον κορμό του.
Καλά το 'πα, για σφάξιμο είναι! είπε με το νου του.
Το βόδι σήκωσε το κεφάλι του και μούγκρισε...
- Ποιος θα σε βοηθήσει, φουκαρένιο, έκανε ο γερο-Γάλιας, ποιος θα σε βοηθήσει, που όλοι τα κρέατά σου τα περιμένουν πώς και πώς να τα φάνε!
Ακουσε τις φωνές του ανθρώπου που συνόδευε τα βόδια να 'ρχονται απ' το ρέμα:
- Α, α!
- Παλιοδουλειά! είπε.

Και ο καιρός εβάρυνε. Τα σύννεφα, που 'χανε σκεπάσει τον Υμηττό και φαινόντανε να κοιμούνται πάνω του, είχανε σηκωθεί και ξεμαλλιάρικα πατώντας στο βουνό, αγγίζανε τ' άλλα, που ψηλά βρισκόνταν.
Τα κοράκια ξακολουθούσανε να κάνουνε βόλτες στο θολό ουρανό. Το γεράκι είχε χαθεί.
- Εχει να ρίξει βροχή και βροχή! είπε ο γερο-Γάλιας. Κάτι φωνές μες στη μάντρα τον αναγκάσανε να κοιτάξει. Είδε το βόδι χάμω να κουνά τα πόδια του και κοντά του όρθιο έναν άνθρωπο με βρωμερά ρούχα και μ' ένα μαχαίρι στο χέρι. Δυο άλλοι ήτανε παρακάτω μ' ένα παιδάκι κοιτάζοντας.
- Πάει κι αυτό! είπε. Κι έχουνε ψυχή τα βόδια, έχουνε ψυχή!
Είχε φάει το ψωμί του κι έπαψε χτυπώντας το χώμα με το μαχαιράκι του.
Κάτι θυμήθηκε:
- Μα θα τη βγάλει τη μέρα; Μπα! Πού να τη βγάλει! είπε. Χασμουρήθηκε κι έβαλε το μαχαιράκι στο θηκάρι του.
- Νύσταξα!
Καθώς κοίταξε προς την κατηφοριά, είδε τρεις γνωστούς του να 'ρχονται.
- Τι κάνεις, γερο-Γάλια, του φώναξε ο ένας απ' αυτούς, τι κάνει ο Κωστούλας; Μάθαμε πως είναι βαριά!
- Βαριά, λέει; Πάει να συχωρεθεί!
- Τι μου λες!
- Τι να σου πω, αυτό που σου 'πα!
- Βρε, βρε!
Πλησίασαν κοντά και σταθήκανε στην αντικρινή μεριά του χαντακιού.
- Μα πώς το 'παθε; Κάποιος μου 'πε πως τον βάρεσε βόδι.
- Βόδι!... Αυτός βάραγε τα βόδια.
- Πω, πω, ένας σκύλαρος! έκανε ένας άλλος απ' τους τρεις, δείχνοντας το ψόφιο σκυλί.
- Μα δε βρωμά;
- Τι να βρωμίσει τώρα, πάει η βρώμα, πέρασε!
Σταμάτησαν απ' τον κρότο της μεγάλης πόρτας που άνοιξε.
Μια σούστα βγήκε μ' ένα βόδι σφαγμένο. Τα πόδια του τα πισινά ήταν απ' έξω κρεμασμένα.
- Μα σφάζουν εδώ μέσα;
- Πώς δε σφάζουν!
- Και ποιος;
- Ο βοηθός του.
- Και τώρα που 'ναι άρρωστος!
Ο γερο-Γάλιας κούνησε το χέρι στρέφοντας το κεφάλι:
- Αυτούς λογαριάζεις...
- Για πες μας λοιπόν, πώς...
- Ναι, ναι! Εγώ, που λέτε, πολλές φορές με το θάρρος σα συγγενής του και γέρος τού έλεγα: Βρε Κωστούλα, δε μ' αρέσει διόλου η δουλειά σου, δε μ' αρέσει! Συ έχεις παραδάκια, δεν κάνεις καμιά άλλη δουλειά και να πάψεις να σφάζεις βόδια; Κι έχουνε ψυχή τα βόδια! Κι έχουνε ψυχή, μωρέ παιδιά, έχουνε ψυχή! Τι να σας πω;
Όλα τα καταλαβαίνουν, όλα! Τα βλέπεις και κλαίνε, πέφτουν κάτω και φωνάζουνε, δέρνονται! Ποιος, όμως, να τα βοηθήσει, που δεν έχουν μιλιά, ε; Ποιος; Για βάλτε με το νου σας, να ήσαστε σεις βόδια και να νιώθατε, όπως τώρα, τι θα κάνατε; Το ίδιο κι αυτά! Μη γελάτε! Τώρα θα σας πω. Αυτός πού ν' ακούσει τα λόγια μου! Απ' το ένα αυτί τού έμπαιναν κι τ' άλλο τού έβγαιναν. Μάλιστα με κορόιδευε:
Δε μ' αφήνεις ήσυχο και συ με τις ψυχές σου! Θαλασσινός ήσουνα, ή ασκητής και μου ήρθες εδώ;
Τι να του πεις. Αλλά σα να ήμουνα προφήτης! Ενα βράδυ κει που καθόμαστε και κουβεντιάζαμε, ακούμε το σκυλί να ουρλιάζει! Να, αυτό εκεί! Αυτός το σκότωσε! Τ' ακούμε που λέτε, να ουρλιάζει! ε! ε! Η τρίχα μου, να, έτσι σηκώθηκε! Αρπάζει αυτός το τουφέκι και βγαίνει έξω. Μπαμ μια, πάει το σκυλί! στον τόπο!
Περάσανε μέρες πολλές, μήνας. Ενα πρωί που πήγε να σφάξει, του φεύγει ένα μοσχάρι! Απ' εδώ το έχει, απ' εκεί, και με τη βοήθεια κάτι περαστικών το πιάνει! Ε, ρε, τι του έκανε τότε! Του κόβει τη μουτσούνα του... να τούτα τα χείλια του, τη μύτη! Του βγάζει το ένα μάτι, του κόβει τ' αυτιά! Ε, ε, και ν' ακούγατε πώς έκλαιγε το καημένο! Ράγιζε την καρδιά του ανθρώπου... Αυτουνού γιατί δε ράγιζε; Μα μη νομίζεις πως απ' τα μούτρα φαίνονται οι άνθρωποι; Είσαι γελασμένος πολύ! Αν φαίνονταν απ' τα μούτρα, ε, ε, λιγοστοί θα είχανε μούτρο ανθρώπινο! Ναι, ναι, γελάτε όσο θέλετε! Μα το ξέρω ότι λέω σωστά! Για βάλτε προσοχή! Την άλλη μέρα το πρωί έσφαξε κάτι γουρούνια. Ενα απ' αυτά τού ξεφεύγει και το βάζει στα πόδια.
Αυτός αρπάζει μια ξυλάρα γεμάτη από κάτι καρφάρες να, και το παίρνει από κοντά. Είχε πόδι πρώτης! Και σου το φτάνει και σηκώνει την ξυλάρα, παφ! απάνω του! Αλλά δω να δείτε! Σπάζει το ξύλο και πετιέται και του χύνει το ένα μάτι και του σχίζει εδώ έτσι και το φρύδι! Ακούτε;
Αυτή, που λέτε, ήταν η αφορμή!

Αέρας φύσηξε υγρός, σα να βγήκε απ' την κοιλιά τη φουσκωμένη των μαύρων συννέφων.
- Οπου να είναι θα βρέξει!
- Α, μπα! τους είπε ο γερο-Γάλιας, κοιτάζοντας τα σύννεφα, έχει καιρό ακόμα!
- Να και τα βόδια!
Τα βόδια με το αργό τους βήμα φανήκανε να προβάλουν απ' την κατηφοριά και να έρχονται. Πέρασαν απ' το μέρος που στέκονταν οι τρεις φίλοι του γερο-Γάλια και αρχίσανε να μπαίνουνε στη μάντρα, που η πόρτα της είχε μείνει ανοικτή απ' την ώρα που βγήκε η σούστα με το βόδι.
Οι φίλοι του γερο-Γάλια σηκώθηκαν, γιατί είχαν μισοκαθίσει.
- Καιρός για φευγιό!
- Τα παράπαμε! Και να μη μας πιάσει η βροχή!
- Καθίστε λίγο, δε θα βρέξει ακόμα! Ξέρω γω! τους έκανε ο γερο-Γάλιας έχοντας όρεξη για ομιλία.
Ξαφνικά όμως, πριν ακόμα χαθούν τα βόδια μες στη μάντρα, μια φωνή, ένα ξεφωνητό γυναίκας ακούστηκε να έρχεται από μέσα και, μετά, άλλες φωνές!
- Ω, ω! είπε ο γερο-Γάλιας και πετάχτηκε ορθός, θα τελείωσε!
Και όρμησε να πάει μέσα. Δεν είχε κάνει και πολλά βήματα, κι ένας άνθρωπος βγήκε περνώντας βιαστικά απ' τα τελευταία βόδια.
- Τ' είναι; τον ρώτησε ο γερο-Γάλιας.
- Πάει, συχωρέθηκε! του απάντησε κείνος.
Οι τρεις φίλοι κινήθηκαν να φύγουν, αλλά κείνη τη στιγμή ένας θρήνος μεγάλος, ένα κλάψιμο βραχνό, όμοιο με θρήνο πολλών βραχνών αντρών, ακούστηκε. Κι όλο το μέρος σα να γέμισε απ' αυτόν τον παράξενο θρήνο, απ' αυτό το κλάμα το βαθύ και βραχνό, που έκανε τις γυναικείες φωνές να χαθούν και τους τρεις συντρόφους να σταθούν παγωμένοι.
- Μα τ' είναι! είπαν.
Ενας απ' αυτούς πήδησε στο χαντάκι, ανέβηκε έπειτα απ' την άλλη μεριά και κοίταξε μες στη μάντρα απ' την πορτούλα τη φραγμένη με τις αραιές σανίδες.
- Για ελάτε, για ελάτε! φώναξε στους συντρόφους του.
Ολα τα βόδια στεκόντανε, σχηματίζοντας έναν κύκλο, γύρω απ' το μέρος που κάτω ήτανε κόκκινο απ' το αίμα του σφαγμένου βοδιού, και θρηνούσαν βραχνά! Πάψανε για λίγο. Και τότε ακούστηκαν οι ανθρώπινες φωνές, τα ξεφωνητά των γυναικών. Αλλά πάλι, να, ο θρήνος των βοδιών για το χαμό του συντρόφου τους υψώθηκε μεγάλος, τρομερός κι έπνιξε τις ανθρώπινες φωνές, τα ξεφωνητά για το χαμό ενός ανθρώπου!...

*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

" Άπαντα Δημοσθένη Βουτυρά ", Α΄ Μέρος

γράφει και επιμελείται η Βιβή Γεωργαντοπούλου*


lesxianagnosisdegas@gmail.com




....ο Βουτυράς πήρε το διήγημα "από το νησί του Παπαδιαμάντη και από το χωριό του Καρκαβίτσα και τη στάνη του Κρυστάλλη" και το μετέφερε στο άστυ....( Βάσιας Τσοκόπουλος)

Τον τελευταίο καιρό έχει ξαναρχίσει μια ωραία κουβέντα,μικρής έκτασης προς το παρόν,σε στέκια, λέσχες και παρέες αναγνωστών για τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά.
Αγαπούσα ανέκαθεν τον Βουτυρά και επειδή συνέβαλα λίγο,θέλω να πιστεύω,στην αναζωπύρωση κάποιων συζητήσεων για τα διηγήματά του,άρχισα να τα ξαναδιαβάζω με νέα σπουδή διαπιστώνοντας ότι πολλά δεν τα είχα ξεχάσει και,φυσικά,αυτό το απέδωσα στην δική τους έξοχη δυναμική και όχι στην φορτωμένη σαν αρχαίο disk drive μνήμη μου. 
Παράλληλα σκεφτόμουν τι θα μπορούσα,σύντομο και απλώς προτρεπτικό,να γράψω κάποια στιγμή-τελειώνοντας τον Α΄ από τα μη ολοκληρωμένα ακόμα "Άπαντα" του Βουτυρά, καθώς είναι τεράστια η προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των διηγημάτων από τον ιστορικό Βάσια Τσοκόπουλο για τις εκδόσεις Δελφίνι, γίνεται τόμο τόμο και αξίζει συγχαρητήρια από καρδιάς-πάνω στα εκπληκτικά τούτα κείμενα τα οποία όχι απλά προτείνω στους πάντες,αλλά θεωρώ περίπου υποχρέωση του κάθε βιβλιόφιλου που έχει την τύχη να διαβάζει απ΄ευθείας στην ελληνική γλώσσα να τα έχει στη βιβλιοθήκη του και να μην αφήσει κανένα αδιάβαστο,όμως κανένα,όσο καιρό κι αν του πάρει.
Νομίζω δεν χρειάζονται πολλά πολλά λόγια.
Το να πω μετά από μιαν έστω ολόκληρη ζωή διαβάσματος και χ χρόνια βιβλιοπωλείου και λεσχών και συναφών ότι μου αρέσει ο Βουτυράς και α,τι έξοχα και διαχρονικά που έχει γράψει,εμπιστευτείτε με και διαβάστε τον,δεν λέει τίποτα.
Το να μνημονεύσω/επιχειρηματολογήσω με δανεικά κόλλυβα/ εργαλεία φιλολογικά για να πείσω για την λογοτεχνική αξία του με βρίσκει επίσης αντίθετη,το έχουν κάνει καλά και στην ώρα του και συνεχίζουν να το κάνουν οι άνθρωποι που έχουν εξειδικευμένες γνώσεις, μόνο που  συχνά εκείνοι είναι υπέρ του δέοντος ακαδημαϊκοί,μη καταφέρνοντας να φτάσουν στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που αυτό και το άνοιγμα και μαζί η ριζοσπαστικοποίηση* των επιλογών του είναι που ενδιαφέρει .

Έτσι  ας αρχίσουμε από εδώ την περιδιάβαση στη ζωή του με το πραγματικά  καλό αφιέρωμα πριν χρόνια στη εφημερίδα Καθημερινή **,για να μπούμε στην εποχή και στις κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές συγκυρίες κάτω από τις οποίες έζησε και έγραψε ο Βουτυράς, πηγαίνοντας εμείς έτσι ακόμα πιο πίσω στον χρόνο με το έργο του που σήμερα,ευτυχώς,το θυμόμαστε ξανά.

Και μετά κατ΄ευθείαν στον Α΄τόμο (496 σελίδες ) εκεί που μπορούμε να διαβάσουμε :
τον πρόλογο γραμμένο από τον Βάσια Τσοκόπουλο

ένα χρονικό της ζωής του Δημοσθένη Βουτυρά
την εισαγωγή
και τα παρακάτω διηγήματα ομαδοποιημένα :

Ο ΛΑΓΚΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ο Λαγκάς
Παραρλάμα
Ο γερο-Μούγας
Το ερημόσπιτο
Το μίσος του Καμένα
Και ησύχασα...
Ό,τι φάει και ό,τι πιει

Ο ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ

ΠΑΠΑΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Ο πεθαμένος φίλος
Ο συμβουλευτής
Με τα χελιδόνια
Ο κυρ Βολβής
Παπάς ειδωλολάτρης
Το παιδί της βουβής
Ο φταίστης

ΤΑ ΠΡΩΙΜΑ: ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΜΑΣ, 1900 - 1901
Το κακούργημα του ιερέως
Η ευχή της μάνας
Ο επαίτης
Η ανάστασις της αγάπης
Η αγάπη της νεράιδας
Το τραγούδι του κρεμασμένου

και ακόμα:
το επίμετρο
υπομνήματα πρώτων δημοσιεύσεων
μια συνέντευξη
κριτικές από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο,τον Κωστή Παλαμά,τον Αρίστο Καμπάνη,τον Ρήγα Γκόλφη και τον Παύλο Νιρβάνα
την αλληλογραφία
και τις επιστολές του λυρικού σταδίου
Ρήγας Γκόλφης, Σωτήρης Σκίπης, Κίμων Μιχαηλίδης, Νίκος Νικολαΐδης, Δημήτρης Πελεκίδης, Μιχαήλ Ρόδας, Ασημάκης Νικολαΐδης

Το πρώτο διήγημα,τι διήγημα είναι μια ολόκληρη νουβέλα, τιτλοφορείται " Ο Λαγκάς" (1901) και είναι κατά κοινή πλέον παραδοχή το πρώτο ουσιαστικό αντιπολεμικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο οποίο ο Βουτυράς στρέφει αριστοτεχνικά το δια ταύτα του στην έμμεση καταγγελία του (ατυχέστατου) πολέμου (του 1897). 




Το αμέσως επόμενο, το ολιγοσέλιδο "Παραρλάμα" με το δυνατών και μαζί-κι αυτό είναι το πιο έξοχο αποδεικτικό της μεγαλοσύνης του διηγηματογράφου- χαμηλών τόνων,εξαιρετικό, ψυχογραφικό θέμα του, είναι από τα πιο γνωστά και δικαίως εξυμνημένα κείμενα του Βουτυρά.Διαβάζοντάς το καταλαβαίνει ο καθένας μας γιατί.





"Παραρλάμα"
Δημοσθένη Βουτυρά

['Aπαντα, τ. Α΄, εισ.-επιμ. Βάσιας Τσοκόπουλος, Αθήνα, εκδ. Δελφίνι, 1994, σσ. 139-142.] 




Κάποτε του Φάρμα του ερχότανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα, της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. 'Aλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά τι ήθελε να θυμάται;
Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα που πρώτη φορά το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανότανε μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμεινε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμεινε ήτανε το μίσος, όπως μένει, σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε, έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σαν να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος.
Μια βραδιά, άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτασάρ τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δεν βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.
Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη, ανοίγοντας τα και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήτανε το μόνο που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήτανε κει και κοιμότανε.
Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο, σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού συλλογισμένη.
Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος κι αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σαν χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.
Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω, και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.
Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα. Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και, αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει στον τοίχο με κάρβουνο μια λέξη:
"Παραρλάμα."
Ήταν φανταστική η λέξη, του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.
Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
"Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το 'γραψε αυτό;"
Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.
"Παραρλάμα!"
Η λέξη που βγήκε από το κρανίο του βρισκότανε στα χείλια όλων. Μα ποιος την έγραψε;
Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε. Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.
Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Λαλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο:
"Παραρλάμα."
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:
"Πρέπει να βρεθεί!"
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μην φροντίζοντας γι' αυτόν, όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα.
Τη νύχτα, ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο, γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.
Ο Φάρμας είχε βρει την ευκαιρία και την είχε γράψει.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκότανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
"Παραρλάμα."
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς των όρκους, πολλοί έκλαιγαν ότι δεν γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο... Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν...
Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει. Έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...

Ένα προς ένα, όλα τα διηγήματα του Α΄τόμου έχουν την αξία τους κι έναν αυτόνομο λόγο ύπαρξης.Ας πούμε στο διήγημα "Ο γερο-Μούγας", σε δυο σελίδες, κρατώντας ανέπαφη ως όχημα του λόγου του την  γνωστή μας πια αφηγηματική δομή-κείμενο περιγραφής χώρων και προσώπων, διακριτικότατη κατάθεση δικών του κοινωνικών απόψεων και μαζί αρκετοί,ζωηροί διάλογοι-ο Βουτυράς διαλέγει να αποτυπώσει ως μια ακόμα ιστορία,την αιτία που τον ώθησε να την διηγηθεί και όχι να γράψει ένα ακαδημαϊκοφανές άρθρο περί θρύλων, μύθων, δεισιδαιμονιών,θρησκειών,εμμονών για όσα θα προκαλούσαν μιαν εφήμερη διαλεκτική αναστάτωση μα θα ξεχνιούνταν οριστικά χαμένα στον πανδαμάτορα ιστορικό χρόνο και τα οποία εκείνος θέλει προφανώς να θίξει και να βάλει διαχρονικά στην κριτική αντίληψη του αναγνώστη.


Στο "Μίσος του Καμένα" ο Βουτυράς καταπιάνεται με την μάταιη,μοναχική εκδίκηση του δυστυχισμένου περιθωριακού.

Στο "Και Ησύχασα" δίνει, με πολύ και μάλιστα καλόγουστο χιούμορ ,την πρόσκαιρη ερωτική περιπέτεια του νεαρού που συνοδεύει τις αδελφές και την μαμά του στα μπάνια-κέρβερος κατά τις εντολές του πατέρα που οι υποχρεώσεις τον κρατούν στην πόλη -πράγμα που όμως δεν εμποδίζει διόλου τον νεαρό μας να καλοπεράσει με την ζουμερή, μικροπαντρεμένη κυρία Παυλίνα, σύζυγο ετοιμόρροπου γέροντος και ανηψιά πολιτικοποιημένης (ιδού, εν Αθήναις του 1900 καμία σχέση οι Ελληνίδες με τις δύσμοιρες γυναίκες των έργων του Καβαμπάτα,ε,ναι,μου ήρθε τώρα να το πω αυτό,τι να κάνουμε) και πανέξυπνης θείας η οποία κρατά ηθελημένο ή αθέλητο φανάρι στην σχέση, που με μαστοριά και αισθητική ευγένεια συνθέτει ο Βουτυράς τις λεπτομέρειές της.

Στο "Ό,τι Φάει και Ό,τι Πιεί" όλα όσα χρειαζόμαστε περιγράφονται στις οργισμένες φράσεις της γυναίκας σε γ΄ενικό-σαν να τα λέει αλλού,δηλαδή σ΄αυτόν μα και παράλληλα και σ΄αυτόν και παντού -ενός κάποιου Μπαρδέλη, που αργοπορεί μονίμως να επιστρέψει σπίτι του καθώς αρέσκεται στα πολιτικά και καθυστερεί σε ανούσιες κατ΄εκείνη συζητήσεις:
-Συζητεί πολιτικά στον καφενέ...για να βγάλουν το γιό του Μαστέλα,το βλάκα,βουλευτή.Ο πατέρας του είχε γδύσει όλο τον κόσμο κι αυτοί θέλουν να τον βγάλουνε βουλευτή... 
-Θα πάψεις;.. 
-Εγώ σου μίλησα;
Και στο τέλος-επειδή είναι Μεγάλο Σάββατο-την νύφη την πληρώνει η αρνάδα κι έχει σημασία πώς και γιατί αφού σε μιαν άλλη οργισμένη στιγμή του έχει ξεφουρνίσει  η σύζυγος άλλο τρομερό:

-Πήρες κρέας; 
-Όχι,θα πάρω το βράδυ.Ακρίβεια όμως τρομερή!Και να σου πω, σκέφτηκα πάλι για την αρνάδα,να τη σφάξουνε...

-Μπα,μπα,μπα,τι λες;Να σφάξω την αρνάδα;Και να σου πω γιατί δεν θέλω;Γιατί δεν θέλω να΄χει δυο προβατίνες η Λεωνίδαινα και μεις μια....Γιατί δε σφάζει κι αυτή τη δικιά της;...

Ο "Καμπούρης" είναι ένα ακόμα εξαιρετικό διήγημα.Εκτείνεται σε περίπου σαράντα σελίδες και θα το χαρακτήριζα, κι ας φανώ μελοδραματική, ανείπωτα διαχρονικό,γνήσιο και σπαραχτικό.Ο ήρωάς του ο 32χρονος Πέτρος Δικλής,δάσκαλος του πιάνου με καλάς -όπως λέγει ο αφηγητής-σπουδάς  στην Ιταλία,έχει κάπως ισορροπήσει τη ζωή του κουβαλώντας την πίκρα που του έχει φέρει το κουσούρι του,αυτό της καμπούρας.Κουτσά στραβά πορεύεται με αξιοπρέπεια σ΄ένα ανελέητο κόσμο που δεν κατανοεί, δεν συγχωρεί,δεν αντέχει την διαφορετικότητα αλλά ο χωρίς ανταπόκριση έρωτάς του για μια του μαθήτρια,την όμορφη κι ανέμελη Φιφή, αναπάντεχη φάση για τον ρομαντικό καμπούρη σε ένα κοινωνικοπολιτικό φόντο που ο Βουτυράς συνθέτει αριστουργηματικά με βάση την θολή (πανταχού παρούσα η πολιτική θολούρα σ΄αυτόν τον ηλιόλουστο τόπο,τι κατάρα) ιστορική βενιζελοβασιλική συγκυρία της εποχής,τον διαλύει ψυχικά και τον κάνει να ζαρώσει ξανά στην καταλαγιασμένη του καθημερινότητα ,αυτήν την χωρίς φιλόδοξα όνειρα και μεγάλα σχέδια,του ταπεινού και προσιτού μικρόκοσμού του.

Μα κι εκείνος ο "Παπάς Ειδωλολάτρης",τι διήγημα,πόσο ανθρώπινο,αιχμηρό,αληθινό,όμορφο...



(διαβάζεται κλικάροντας πάνω του)
Και από τα πρώιμα  "Ο επαίτης"...


Όμως σταματώ,το υποσχέθηκα ότι δεν θα παρασυρθώ (πολύ).
Θα μπορούσα να γράφω επί ώρες ατελείωτα προσωπικά σχόλια για το κάθε διήγημα ξεχωριστά,τόση εντύπωση μου έκανε η αυθεντικότητα,η ποιότητά τους, μα προτιμώ να σας δελεάσω με λίγες νύξεις για  να τα αναζητήσετε στα βιβλιοπωλεία και να τα αγοράσετε,λέγοντας μόνο ότι το ζητούμενο (και) στην ανάγνωση αυτή είναι να μοιραστούμε μετά τις (συναισθηματικές κυρίως) εντυπώσεις μας σε λέσχες και παρέες, προχωρώντας όσο μπορούμε, στο βάθος της κάθε αφήγησης χωρίς τις σύγχρονες του Βουτυρά ή τις κατοπινές ειδικές φιλολογικές προσεγγίσεις για πλείστα,ενδιαφέροντα σίγουρα θέματα- αν ήταν ή όχι και κατά πόσον ο εισηγητής, για παράδειγμα, του μοντερνισμού στην ελληνική λογοτεχνία κτλ-που αν επιθυμεί κάποιος ας τα διαβάσει κι αυτά, καλό θα του κάνουν,θα ωφεληθεί, δεν λέω,αρκεί να μην αφήσει να τον μπερδέψουν και χάσει τους πραγματικούς δρόμους που ανοίγονται στο νου του από τα διηγήματα του ευφυούς και σημαντικότατου αυτού ανθρώπου των ελληνικών γραμμάτων.

Πορτραίτο του Δημοσθένη Βουτυρά,
φιλοτεχνημένο από την κόρη του,
την ζωγράφο Θεώνη Βουτυρά-Στεφανοπούλου


* *Μεγάλη κουβέντα θα μου πείτε,το ξέρω,εννοώ απλώς να μη διαβάζουμε "καταναλωτικά" , δηλαδή μόνο τους θεωρούμενους νέους τίτλους ξεχνώντας τόσα και τόσα καλά βιβλία που χάνονται μέσα στις αναγνωστικές μόδες και μανίες.

*** Την ωραία, υψηλής πολιτισμικής αισθητικής "Καθημερινή" που προλάβαμε. 

*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.