επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*
Σχέδιο Διηγήματος
Στην πρώτη του ζωή ήταν νέος, εργοστασιάρχης. Μικρός εγχώριος βιομήχανος, ωστόσο λαμπερός, με αίγλη, με προσωπικό ευχαριστημένο, καλοπληρωμένο, με προϊόντα εξαγωγής. Λιτοδίαιτος κι αυτάρκης ο ίδιος, άνθρωπος - όπως τον έλεγαν - παλιός, δεν επαίρετο για τις κατακτήσεις του, δεν επιδείκνυε τ' αγαθά του. Μεγάλη ζωή δεν έκανε, κι αν κάτι πάνω του μαρτυρούσε την ανώτερη (ας την πούμε, κατά ένα τρόπο) τάξη του ήταν ή για τις ελεύθερες ώρες του, μιας και χρόνος πολύς δεν υπήρχε καθώς η διεύθυνση του εργοστασίου, η κίνηση, η διαφήμιση και η προώθηση των προϊόντων ήταν στα χέρια του αφημένη όλη, ήταν λοιπόν η αρχοντιά του μεγάλου του έρωτα για τα Γράμματα, τα διηγήματα, τον στίχο, την κριτική, και τα βιβλία. Ο χρόνος που του’ μένε και αφιέρωνε σ’ αυτά ήταν η πολυτέλειά του. Άφατες οι ηδονές που δοκίμαζε κάθε που έπεφταν στα χέρια του βιβλία, ξενόγλωσσα κι ελληνικά, απ' τα οποία δεν σκάμπαζαν πολλά οι υφιστάμενοι, υπάλληλοι του εργοστασίου του κι εργάτες, αλλά ούτε πολλά- πολλά επίσης κι οι κατά κάποιο τρόπο ισότιμοι κοινωνικά και οικονομικά συνάδελφοί του εργοστασιάρχες. ΄Α! όσο γι’ αυτούς! Μαζί τους μοιραζόταν μόνο τις πιο επίγειες, τις πιο υλικές απολαύσεις κι ηδονές :
«Έλα, βρε Σπ... Βγες απ’ το καβούκι σου ένα Σαββάτο βράδυ κι εσύ, και πάμε να γλεντήσουμε... Έχει ένα ωραίο στρηπτιζάδικο στη Συγγρού για μερακλήδες... και πού’ σαι! Κάτι μανούλια... ολόδικά σου, αν δεν έχει η τσέπη σου καβούρια... ».
Έζησε έτσι - ως μικρός βιομήχανος- καμιά εικοσαριά χρόνια. Μετά, θες από τύχη, θες από θέμα χαρακτήρα του που, με το μέστωμα, αποκαλύφθηκε κάπως αλλιώτικος απ' ότι φαίνονταν στο νεανικό του το ξεκίνημα, θες από κείνες τις μεθοδικές κι οργανωμένες κινήσεις εξωστρέφειας που του’λειπαν ( ή που τον εγκατέλειψαν με τον καιρό ), και τον έκαναν να αμελεί να βγαίνει πιο δυναμικά στην αγορά, να μπαίνει στη συναλλαγή,
ν ’ανταγωνίζεται αλύπητα ή να ρισκάρει και την εσωτερική του αλήθεια αλλά και τις εξωτερικές του συμπεριφορές ( δεν έφταιγε μόνον αυτός, ήταν κι οι περιστάσεις), σιγά- σιγά έχασε όλη την πρώτη του ενέργεια του εργοστασιάρχη, του’ φυγε ο έλεγχος της δουλειάς από τα χέρια, και η παραγωγή του είδε κι απόειδε, ώσπου κάποιο πρωί σταμάτησε κι αυτή. Έγινε για την κοινωνία και για κάτι χαιρέκακους μικροαστούς συγγενείς ο ξεπεσμένος εργοστασιάρχης που στα χέρια του η άλλοτε λαμπρή οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του χρεωκόπησε κι έκλεισε :
ν ’ανταγωνίζεται αλύπητα ή να ρισκάρει και την εσωτερική του αλήθεια αλλά και τις εξωτερικές του συμπεριφορές ( δεν έφταιγε μόνον αυτός, ήταν κι οι περιστάσεις), σιγά- σιγά έχασε όλη την πρώτη του ενέργεια του εργοστασιάρχη, του’ φυγε ο έλεγχος της δουλειάς από τα χέρια, και η παραγωγή του είδε κι απόειδε, ώσπου κάποιο πρωί σταμάτησε κι αυτή. Έγινε για την κοινωνία και για κάτι χαιρέκακους μικροαστούς συγγενείς ο ξεπεσμένος εργοστασιάρχης που στα χέρια του η άλλοτε λαμπρή οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του χρεωκόπησε κι έκλεισε :
«Μμ.. ο Σπ.. Μα τι περίμενες;... Πού να τον άφηναν αυτόν για προκοπή τα καμπαρέ και οι παραλυσίες...».
Το μεγάλο του ακίνητο – το εργοστάσιο το πρώην- έμεινε κάμποσο καιρό κλειστό, σα φάντασμα. 'Ωσπου σιγά- σιγά πούλησε ένα- ένα τα μηχανήματά του, εκτός από τα λίγα που οι νέοι ενοικιαστές του ζήτησαν ν’ αφήσει "ως ντεκόρ" στη ντισκοτέκ που άνοιξαν στο παλιό του εργοστάσιο έγιναν της μόδας για την νεολαία την trendy οι βιομηχανικές οι ζώνες, εντωμεταξύ, οι σκοτεινές οι απόκοσμες οι γειτονιές, τρελός ήταν να μην το νοικιάσει τέτοιο λαμπρό, περιουσιακό στοιχείο; Και μάλιστα με νοίκι τόσο καλό; Κι έτσι άρχισε σιγά- σιγά για κείνον μια άλλη, μια δεύτερη ζωή. Στη δεύτερη ζωή του αυτή, βαστούσε βέβαια σιγή, ο κόσμος αραίωσε, η κοινωνικότητα του πρώην εργοστασιάρχη περιορίστηκε. Όπως λέγανε από παλιά, αν δεν τον φυσάς, αν δεν σε βλέπουν αεράτο δεν σε ζυγώνουν οι πρώην Μακαντάσηδες : «Έλα μωρέ ο Σπ. τελειωμένος είναι απ’ τα πενήντα του...» Δεν τό'νε πείραξε. Άλλο που δεν ήθελε κιόλας να ξεφορτωθεί μίζερους συγγενείς τη γκρίνια τους και την κουσκουσουριά τους, πριν τό'νε απαλλάξει απ’ αυτούς οριστικά ο Χρόνος. «Κι έμεινε μόνος».
Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή απελπίστηκε. Μαθημένος στη χλιδή, ήταν δύσκολο να ξεμάθει. Φοβόταν τη χαμοζωή. Έτρεμε την αφάνεια, το σκοτάδι, το περιθώριο το κοινωνικό. Να όμως που κανένα σκοτάδι δεν επικράτησε από τότε που άκουσε μέσα του την εσωτερική εκείνη φωνή που τόνε γύρισε χρόνια πολλά πίσω. Ήταν σα να’χε ξαναγεννηθεί, κι άρχισε να μεγαλώνει ξανά μανά απ’ την αρχή. Φάνηκε εκείνο το μικρό φως που τον εθέριευε απ' τα μαθητικά του τα θρανία, εκείνες οι αγαλλιάσεις, οι βαθιές δονήσεις που τού έδιναν την υλική απόδειξη ότι με την ριζωμένη μέσα του ως τα βαθύτερα στρώματα του Είναι του αγάπη του προς τα Γράμματα μπορούσε να ζήσει μια καινούργια, ελεύθερη, πιο εσωτερική ζωή. Ιδίως με το πέρασμα των ετών και με το μέστωμα, αυτή η δεύτερη ζωή έβρισκε πως τού ταίριαζε μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα, και –προπάντων- τού αρκούσε. Με κάποια κουτσοχρηματάκια από την οικογενειακή του περιουσία και το νοίκι απ’ το εργοστάσιο, δεν είχε την ανάγκη της επιβεβαίωσης μέσα από την επιχειρηματική δράση, σ’ αυτή την ηλικία άλλο πια. Είχε τρέξει όσο ήταν καιρός για να αποδείξει. Τώρα ήταν ώρα να εισπράξει. Άσε που –όρεξη να’χε-, όλο και κάποιες δουλειές, που θα τίς έλεγε παρασιτικές, ποτέ δεν έλειπαν. Κι ο ίδιος να μην το’ θελε, ήταν στη μοίρα του να φαίνεται συχνά χρήσιμος στους άλλους. Κι όσο για διασκεδάσεις κι ηδονές; Και σε τούτη τη φάση ούτε του έλειψαν κι αυτές. Με νέες παρέες τώρα, πιο ταιριαστές, όλο και τις γλένταγε κάποιες νύχτες του, χωρίς ενοχές και μουρμούρες οικογενειακές, μικροαστικές. Κι ύστερα απ’ τις μικρές του δόσεις αλητείας, γύρναγε πάλι στις μελέτες και τα ενδιαφέροντά του τα αμιγώς πνευματικά. Σε ίση απόσταση στέκοντας κι απ’ τα δύο, νιώθοντας ότι από κάτι γλύτωνε, μονολογούσε με ικανοποίηση στον εαυτό του τακτικά: «Ούτε καλόγερος χαρτοπόντικας, ούτε νυχτόβιος κι αλήτης, λες να τά’χεις καταφέρει, Σπ. μου;» Αυτάρκης ήταν πάντοτε άλλωστε, κι έτσι καθόλου στερημένος, καθόλου ορφανός, μπορούσε και σ’ αυτό του το ξεκίνημα απ’ τα πενήντα και μετά, να νοιώθει πάλι μια χαρά ... Να ξανακοιτάει τον ήλιο και να χαίρεται τα πρωινά όταν ξυπνά. ΄Ασε που η όρεξη της δημιουργίας πρόσθεσε στα ενδιαφέροντά του και τη συγγραφή πάνω στις μελέτες πού’χε κάνει μια ολόκληρη ζωή. Άρχισε ευθύς ένα δοκίμιο κριτικής : «Η σεξουαλική ιδιοτυπία του Καβάφη» ο Σπ. Δη. – ο "καινούργιος".
ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Η κ. Νότα Χρυσίνα μου ζήτησε ένα μου διήγημα καθώς και μια παρουσίαση των βιβλίων μου για το blog CantusFirmus. Δύσκολα και τα δυο για μένα. Διότι ούτε διηγήματα γράφω (συστηματικά τουλάχιστον), ούτε σε κριτική ανάλυση των ίδιων μου των βιβλίων μπορώ να επιδοθώ. ‘‘Για να γνωρίσουμε τον Τάκη’’, επέμεινε, ‘‘πέρα από σκηνοθέτη και μελετητή της λογοτεχνίας μας’’. Κι έτσι – με αφορμή μάλιστα αυτό μου το βοηθητικό ‘‘σχέδιο διηγήματος’’ που βρέθηκε κάπου στο Word μου-, παρασύρθηκα να κάνω και μια σύντομη παρουσίαση της δεύτερης δραστηριό- τητάς μου κι εγώ, της, ας την πούμε, συγγραφικής, σ’ ένα διπλό κείμενο, δίνοντας στοCantus Firmus μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αλλά, γυρίζοντας στο Χρόνο πίσω, εκεί στα 1978, τότε που είχα δημοσιεύσει σ’ ένα βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο μου νεανικό διήγημα αναρωτιέμαι: ‘Mπορώ άραγε να διαχωρίσω τη δραστηριότητά μου αυτή ( δεν μ’ αρέσει η έκφραση αλλά πώς αλλιως να το πω; – του ‘συγ- γραφέα’- από την σκηνοθετική μου τη δουλειά; Αφού το διήγημα εκείνο με τίτλο «Μια φιλία» δημοσιευμένο στο πρώτο και τελευταίο τεύχος της έκδοσης Τέχνης και Λόγου ‘Καμπύλη’ το 1978, ήταν χρονικά συνδεδεμένο με τις δυο μικρού μήκους μου ταινίες εκείνης της εποχής, την «Λίζα και την ΄Αλλη» του 1976 και την «Καλλονή» του1977; Και το κυριότερο! είχαν και παρόμοια σχετικά θεματολογία: το ‘φύλο’ και την ‘αναζήτηση ταυτότητας’ οι δυο μου μικρού μήκους, που, με τη σημερινή ορολογία, θα τις λέγαμε ‘gender performances’, το ξύπνημα της σάρκας και την μύηση στον ΄Ερωτα ενός δεκατριάχρονου αγοριού από ένα μεγαλύτερο παιδί του λιμανιού σε μια κωμόπολη, καθώς και την πρώτη του τραυματική ομοφυλοφιλική εμπειρία σ’ αυτό το κλειστό και αποδοκιμαστικό περιβάλλον της επαρχίας, το διήγημά μου : «Πρέπει ν’ αρχίσης, να το μάθης, είναι η ηλικία τώρα, άμα σού κολλήση καμμιά, μην σε πη μαλά- κα.» «Γιατί, τα κορίτσια ξέρουν από τέτοια πράγματα;», τον ρώτησε με κωμική απορία. «Ρε χαζέ, τι είν’ αυτά που λες», είπ’ αυτός, «τα κορίτσια το θέλουν περισσότερο, βλέπεις που κάνουν τις ντροπαλές, εσύ τώρα τι κάνεις, τραβάς καθόλου;»
Δεν θα έκανα καθόλου αυτή την αναδρομή σ’ αυτό το μικρό διήγημα που δημοσίευ- σα μισοανώνυμα ως Τάκης Σπ., κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου στο Ναυτικό, αν δεν ήταν για την παράλληλη σκηνοθετική και συγγραφική μου πορεία “μοιραίο” : Στα 1993, συμπληρώνοντάς το μ’ ένα ‘δεύτερο μέρος’ στήριξα πάνω του ένα σενάριο ταινίας μεγάλου μήκους με τίτλο «Πύρινες Χαρές», για τη συγγραφή του οποίου χρηματοδοτήθηκα μ’ ένα γενναίο ποσό από το Εuropean Script Fund. Η μη χρηματοδότηση του σεναρίου μου από το Κέντρο Κινηματογράφου, καθώς κι η ηθική μου κόπωση από μια προηγούμενη ταινία που δεν είχε πάει και οικονομικά καλά, τα «Κοράκια ή Το Παράπονο του Νεκροθάφτη», με έκαναν να νιώσω αφόρητη πίεση, και να μην ξαναγράψω άλλο σενάριο για τον κινηματογράφο. Οι «Πύρινες χαρές» μου μ’ έκαψαν. Επίσης στο σενάριο αυτό, στο οποίο ο χρόνος εντωμεταξύ πρόσθεσε κι ένα τρίτο μέρος με καινούργιες εμπειρίες, στήριξα αργότερα το μυθιστόρημα.
«Δελτίον ταυτότητος», ΄Αγρα 2003. ΄Ωσπου με έκπληξη είδα μια μέρα, ξαφνικά, σ’ ένα πειραιώτικο blog ότι ούτε το διήγημά μου «Μια φιλία» είχε ξεχαστεί 36 ολόκληρα χρόνια από την δημοσίευσή του! Ο μελετητής Γιώργος Μπαλούρδος σε μιαν ανάρτησή του με ημερομηνία 28 Σεπτεμβρίου 2014 αναφερόμενος στην ύλη της«Καμπύλης» γράφει : «Ωραία, καλογραμμένη, ευαίσθητη και αληθινή εφηβική ιστορία η «Μια φιλία» του Τάκη Σπ. Τα εφηβικά χρόνια είναι τα πιο ανέμελα, τρυφερά αλλά και τα πιο τραυματικά για όσες υπάρξεις παραμένουν ‘παιδιά που δεν γίνονται άντρες’ όπως τραγούδησε τόσο συγκλονιστικά ο Κώστας Τουρνάς».
΄Οπως καταλαβαίνετε, πρωτόγραψα βιβλίο από θυμό και για να διαμαρτυρηθώ για το κομμένο μου σενάριο. Ταυτισμένος με τον Ταχτσή που τον γνώριζα απ’ το ΄74, έγρα- ψα ένα διπλό χρονικό : αφενός πώς δεν έγινε το δικό του «Τρίτο Στεφάνι» ταινία το ΄82 απ’ τον Αγγελόπουλο, κι αφετέρου διηγήθηκα και μια παλιά μου απόπειρα να με- ταφέρω στην τηλεόραση ένα διήγημά του, η οποία, δυστυχώς, δεν ευοδώθηκε. ΄Ετσι, οι σελίδες του πρώτου μου βιβλίου «Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου» οδός Πανός 1996, εκτός από τα πικάρεσκα περιστατικά της σπινθηροβόλας ζωής του Ταχτσή που έζησα από κοντά : «Ουδόλως σοκαρίστηκε, ακίνητος κάτω απ’ την ομπρέλα, στη θέα του συγγραφέα ντυμένου εκείνη τη νύχτα Σπανιόλα με κόκκινο γαρύφαλλο στ’ αυτί , ο Π...», χαρακτηρίζονται από σελίδες βαθύτατου πόνου δικού του:
«΄Ημουνα μπρο- στά σ’ ένα πληγωμένο θηρίο. Δε μιλούσα. Και τι να ‘ λεγα; ΄Αλλωστε μιλούσε μόνον αυτός. Που και που τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα. Δεν τον είχε βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ, να γίνει ταινία το ‘Τρίτο Στεφάνι’...» αλλά και δικής μου νεανικής αθυμίας: «Το γεγονός ότι είχα αρχίσει να βλέπω τι Κρόνος ήταν αυτός ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος και πόσο έτρωγε τα πιο ταλαντούχα παιδιά του, δεν μ’ έκανε να βάλω μυαλό...».
Μετά το γύρισμα της βιογραφικής του Λαπαθιώτη ταινίας μου «Μετέωρο και Σκιά», άρχισα να έχω κάποιες ενοχές : είχα εστιάσει, όπως ήταν φυσικό για τα περιορισμένα χρονικά πλαίσια μιας κινηματογραφικής ταινίας, περισσότερο στο πρόσωπο του ποι- ητή, παρά στο έργο του, το οποίο συνέχιζα να αναζητώ σε παλαιοβιβλιοπώλες και βιβλιοθήκες, και να μελετώ. Είχα αξιόλογο υλικό ανέκδοτο, και ήθελα να το φέρω στο φως, αλλά δεν μούφτανε αυτό. ΄Οπως έγραφε ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης στον δοκιμιογράφο Δ. Νικολαρείζη για το βιβλίο του «Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας Κάλβος» ΄Ικαρος 1961 : «Καλόν να ερευνηθούν τα καθέκαστα βιογραφικά του Κάλβου αλλ’ απ’ αυτό δεν βγαίνουν πολλά πράγματα. Θα προτιμούσα να εύρισκα καιρόν διά να δημοσιεύσω την πραγματείαν μου ως φιλολογικήν συμβολήν εις την αισθητικήν κατα- ξίωσιν του ποιητού». Με παρόμοιες σκέψεις τελείωσα κι εγώ την κριτική μου μελέτη πάνω στο Λαπαθιώτη, εμπλουτίζοντας κάποια δοκίμια που είχα ήδη γράψει και δημο- σιεύσει, και φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως ένα ανθολόγιο 63 και βάλε άγνω- στων πεζών ποιημάτων του που είχα συλλέξει από παλιά περιοδικά, καθώς κι άλλα άγνωστά του κείμενα στις πολυσέλιδες σημειώσεις του βιβλίου αλλά και στα κεφά- λαιά του, και στη βιβλιογραφία του ‘χωμένα’ : «Χαίρε Ναπολέων» ΄Αγρα 1999.
΄Οπως, παλαιότερα, και με την ταινία μου «Μετέωρο και Σκιά» 1985, είναι αλήθεια ότι το βιβλίο μου αυτό, θεωρήθηκε (με καθυστέρηση, είν’ αλήθεια, γιατί την χρονιά της έκδοσής του παρουσιάσθηκε μάλλον στα ‘‘ψιλά’’), το επιφανέστερο, το πιο βαρύ, το πιο επίσημο ανάμεσα στις συγγραφικές μου εργασίες : «Το δοκίμιο Χαίρε Ναπολέων (1999 ) είναι μια εξαίρετη εργασία, με απόσταση η αρτιότερη συγγραφική δουλειά του Σπετσιώτη» έγραψε σε δοκίμιό της με τίτλο «΄Ενας πικραμένος άνθρωπος» η Λίνα Πανταλέων (βλέπε περ. ‘ Νέα Εστία’ τ. 1805, Νοέμβριος 2007 και στο βιβλίο της ίδιας«Αναγνωστικά δικαιώματα» εκδόσεις Πόλις 2009 ).
΄Ηταν θέμα ζωής και θανάτου για μένα – χωρίς να υπερβάλω-, το να μην μείνει το σενάριό μου «Πύρινες χαρές» αναξιοποίητο σ’ ένα συρτάρι. Μιας και δεν ευτύχησε να γίνει ταινία, επιδόθηκα να το αξιοποιήσω σαν πεζογραφία. Δεν ένιωσα ούτε δι- σταγμό, ούτε διχασμό. ΄Αλλωστε δεν είχε ξεκινήσει από πεζογραφία; Τι άλλο ήταν εκείνο μου το πρώτο δημοσιευμένο διήγημα, το «Μια φιλία»; Με τίτλο «Δελτίον ταυτότητος», φιλοτέχνησα ένα μυθιστόρημα λοιπόν, με συναρπαστικό θέμα τις παραλ- λαγές πάνω στο πρόβλημα της αυτοβιογραφίας, χωρίς να γράψω ένα αμιγώς ‘αυτο-ιογραφικό’ βιβλίο, αλλά κυρίως ένα μυθιστόρημα mise en abyme για την ταυτότητα, την εσωτερική διαμόρφωση ενός ήρωα που τον παρακολουθώ σε τρεις φάσεις της ζωής του: δωδεκάχρονο μαθητή σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη να μαθαίνει βιολί, εικοσάχρονο ερωτευμένο νέο στον Πειραιά, σπουδαστή του Ωδείου, και σαρανταπε- ντάρη μεσήλικα στην αυγή του 2000, εξόριστο απ’ το σινάφι, κάπου στο Πέραμα, να βιοπορίζεται από παραδόσεις μαθημάτων μουσικής.
Ταυτότητα σημαίνει το ν’ αποτελείς μέρος του περιγύρου σου. Αλλά ταυτόχρονα νάσαι και τόσο διαφορετικός απ’ αυτόν, μοιάζει να συμπεραίνει το μυθιστόρημα, όσον αφορά το περιεχόμενο, για το οποίο, είναι η αλήθεια, δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα στον Τύπο, αν εξαιρέσει κανείς την γενναιόδωρη, όμορφη κριτική του Μανώλη Πιμπλή «Η μετέωρη τόλμη της μοναξιάς. Ο Τάκης Σπετσιώτης ξεδιπλώνει θαρραλέα τις πτυχές μιας ομοφυλόφιλης ζωής» στην εφημ. ΤΑ ΝΕΑ ‘Βιβλιοδρόμιο’ 7-8 Ιουνίου 2003. Αλλά ευελπιστώ – οι ‘ συγγραφείς’, βλέπετε, έχουμε κι εμείς τις ψευδαισθήσεις μας-, ότι όλο και κάποιος νεώτερος μελετητής κάποτε θα βρεθεί που θα κάνει την εκτίμηση αυτού του βιβλίου ως ‘γραφή’ : μιας και αφηγούμαι, διατρέχο- ντας συνειδητά, σχεδόν όλη την γκάμα της ελληνικής και της ξένης λογοτεχνίας που μέχρι τότε είχα διαβάσει. Αφηγούμαι άλλοτε ως ήρωας σε πρώτο πρόσωπο κι άλλοτε ως συγγραφέας σε τρίτο, παίρνοντας μάλιστα και φανερά συνειδητή απόσταση απ’ την δράση : «Στο σημείο αυτό, θέλοντας με ειλικρίνεια να περιγράψω τι ένιωσα, δεν θα κατέφευγα σε βέκιες, βαρύγδουπες εκφράσεις όπως ‘‘μαχαιριές γρήγορες και πυκνές’’, ‘‘εξαίσιος πόνος’’ και ‘‘ το πίσω μέρος του σώματος να κατακρεουργείται’’, με τις οποίες, όχι πάντα χωρίς κάποιο κρυπτορατσισμό για παρόμοιες καταστάσεις, λογο- τέχνες ακόμη και της λεγόμενης ‘‘πρωτοπορίας’’ περιγράφουν ανάλογες σκηνές.»
Μ’ αυτά τα τρία βιβλία, είναι η αλήθεια, ότι άδειασα, δεν είχα και πολλά πράγματα να προσθέσω μετά. Και το να γράφω για να βρίσκομαι απλώς ‘μέσα στα πράγματα’ δεν μ’ ενδιέφερε. Ωστόσο εξέδωσα ξανά το πρώτο μου βιβλίο, αναθεωρημένο, με τίτλο «Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι», Πολύχρωμος Πλανήτης 2006. Πρόκειται για το ίδιο έργο, με κάποιες απαλείψεις από το κείμενο του 1996.
Μια συλλογή ποικίλων κειμένων μου, αφηγηματικών και δοκιμιακών, της εικοσιπε- νταετίας 1981- 2006 με τίτλο «Τριανδρίες και Σία» ( με μια φιλοπαίγμονα διάθεση στον τίτλο, που κάποιοι αντιλήφθηκαν, τριανδρία αποτελούσαν για μένα οι τρεις κεντρικές φιγούρες των προηγούμενων βιβλίων μου, οι ‘επώνυμοι μέντορες’ Ταχτσής –Λαπαθιώτης’ κι ο μισοάγνωστος ήρωας του «Δελτίου ταυτότητος» μουσικός Παύλος Μέρλος με αριθμό ταυτότητος Θ.307.136 ). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε απ’ την ΄Αγρα το 2006. Το ίδιο και η μικρή νουβέλα «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου» - Λαική περιπέτεια» με θέμα την παραβατική σχέση ενός καθηγητή Αγγλικών μ’ έναν μικροπωλητή το πρωί και rent boy τη νύχτα, επίσης από την ΄Αγρα το 2009 . Εκδό- θηκε από κοινού με το «Αλλο κρεβάτι» -΄Εργο σε δύο μέρη και τέσσερις εικόνες εμπνευσμένο από ομότιτλο κείμενο του Κώστα Ταχτσή», ένα θεατρικό μου που μέχρι σήμερα δεν έχει παιχτεί. Είναι αλήθεια ότι δεν επικράτησαν ‘συγγραφικοί καθωσπρε- πισμοί’ στα λίγα δείγματα πεζογραφίας που έδωσα. Κατέφυγα στο γράψιμο όχι τόσο για να μπω στις λίστες των ‘ευπώλητων’ βιβλίων της εβδομάδας ή του μήνα, αλλά διεκδικώντας μιαν ελευθερία έκφρασης που, στις σκηνοθετικές μου δουλειές – είτε επρόκειτο για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είτε για το θέατρο-, δεν μού επιτρεπόταν. Αυτό, όσον αφορά στις ωμές ρεαλιστικές σελίδες του «Γραμματικός σ’ ένα παιδί του δρόμου» το επισήμαναν κάποιοι κριτικοί: «Ο Σπετσιώτης αποδίδει με δυνατά χρώματα την έκλυτη ψυχή του Νικήτα και αποφεύγοντας τον οποιονδήποτε συναισθηματισμό πετυχαίνει να φτιάξει έναν έκτυπο και ολοζώντανο χαρακτήρα, ο οποίος συμπυκνώνει στις εξαιρετικά παρορμητικές αντιδράσεις του όλη την υπόγεια βία
μιας κοινωνίας, η οποία το μόνο που κατορθώνει να βγάλει προς τα έξω είναι ο μίζερος καθωσπρεπισμός της»,σημείωσε ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην ‘‘Ελευθεροτυπία’’ 24 Μαίου 2009, ( ‘‘Η μιζέρια του να είσαι καθωσπρέπει’’ ).
ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Δημήτρης (Τάκης) Σπετσιώτης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γύρισε τις ταινίες "Στην αναπαυτική μεριά" (1981), "Μετέωρο και Σκιά" (1985 - Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, κυκλοφορεί και σε DVD από την MKS VIDEO στις ΗΠΑ), "Εις το φως της ημέρας" (1986) και "Κοράκια" (1991). Σκηνοθέτησε επίσης για το θέατρο το έργο "Ψυχολογία Συριανού συζύγου" του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο"Χυτήριο", 1999-2001.
Παράλληλα με τη σκηνοθεσία ασχολείται με τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τη δοκιμιογραφία, γράφοντας διάφορες κριτικές μελέτες, μερικές από οποίες συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε σε δυο τόμους, "Στον Κώστα Ταχτσή, αντί στεφάνου" ("Λογοτεχνικό χρονικό", 1996) και "Χαίρε Ναπολέων" (δοκίμιο για την τέχνη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, εκδόσεις Άγρα, με έργα του Άγγελου Παπαδημητρίου, 1999).
| ||||||||||||||||||||||||||
Κριτικογραφία | ||||||||||||||||||||||||||
Το Ρομάντσο, οι Δοκιμές και το Σέλινο [Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά], "The Books' Journal", τχ. 56, Ιούνιος 2015 Μαρία, στα τρία [Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα], "The Books' Journal", τχ. 47, Σεπτέμβριος 2014 * Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια- πολιτισμολόγος. Υπεύθυνη ύλης του cantus firmus.
notachryssina@gmail.com
|
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου