Η Πλατεία Δικαστηρίων όπως την σχεδίασε ο Ερνέστ Εμπράρ
Το μέγαρο του Εργατικού Κέντρου ήταν κάτω από τον Άη Δημήτρη και κάτω από το Εργατικό Κέντρο απλωνόταν η δική μας επικράτεια. Η απέραντη κακοτράχαλη Πλατεία Δικαστηρίων με τους τριγύρω δρόμους, γήπεδο και γειτονιά μας, ο κόσμος όλος. Με πρώτη και καλύτερη την Μητσαίων, περίπου ισότιμη την Αγνώστου Στρατιώτου και μετά την Φιλίππου, την Αμύντα, την Ολύμπου. Χωματόδρομοι όλοι εκτός από την Ολύμπου που ήταν δρόμος κεντρικός και ασφαλτοστρωμένος.
Όσα συνέβαιναν μέσα στον Εργατικό Κέντρο τα αγνοούσαμε και δεν θέλαμε να τα μάθουμε, ενώ όσα συνέβαιναν μπροστά του μάς ενδιέφεραν άμεσα και τα βλέπαμε κάθε μέρα και σε κάθε φάση της ζωής μας. Θα πρέπει να είχαμε ανοίξει τα μάτια μας στον κόσμο με γερμανικές φωνές και γερμανικές μπότες. Εγώ τούς είχα κυριολεκτικά κάτω από το μπαλκόνι μου. Στα πενήντα μέτρα αριστερά υπήρχε μια γερμανική μονάδα σε υπόγειο χώρο και τα στρατιωτικά αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν τακτικά.
Οι Γερμανοί έκαναν και γυμνάσια στην πλατεία με άσφαιρα πυρά προς τη κατεύθυνση του Εργατικού Κέντρου. Την μία όμως και μοναδική φορά που μπήκε Γερμανός στο σπίτι μας, φύγαμε σύντομα μετά εμείς, καθώς επιτάξανε το διαμέρισμά μας που είχε λουτρό με θερμοσίφωνα και μάς έστειλαν στο ημιυπόγειο της Ζεύξιδος.
Με την αποχώρηση του κατακτητή από την Ελλάδα, εμείς επιστρέψαμε στο σπίτι μας και τους Γερμανούς στην πλατεία διαδέχθηκαν οι μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Κάποιοι εκφωνούσαν λόγους από το μπαλκόνι του Εργατικού Κέντρου, κάποιοι άλλοι από κάτω κρατούσαν πανό, ανέμιζαν σημαίες και ζητωκραύγαζαν ενώ εμείς παίζαμε σε απόσταση ασφαλείας. Ήταν μια σκοτεινή εποχή και αυτό δεν άργησε να αποδειχτεί μπροστά στα μάτια μας με πολύ σκληρό, αν και τελικά κατά τύχη, όχι αιματηρό τρόπο.
Για κάποιον λόγο, κάποιοι κάποιον κυνηγούσαν μέσα από μια διαδήλωση στην πλατεία. Αυτός έστριψε τρέχοντας στην Μητσαίων οι διώκτες του τον πυροβόλησαν από πίσω αλλά δεν τον πέτυχαν, ο φυγάς έκανε σκύβοντας μια απότομη στροφή σαν βουτιά έξω από το σπίτι του Μουντζουρίδη και χώθηκε στην πόρτα, το ίδιο έκαναν και οι διώκτες του αλλά δεν τον πρόλαβαν τελικά. Φαίνεται ότι αυτός ήξερε καλύτερα τα κατατόπια της γειτονιάς και τα λεγόμενα δίπορτα. Από το υπόγειο του Μουντζουρίδη βγήκε στην πρασιά και μετά πέρασε στο υπόγειο της απέναντι οικοδομής και από κει εξαφανίστηκε στη Φιλίππου και τα κοντινά δρομάκια.
Τις λαϊκές συγκεντρώσεις διαδέχτηκαν λίγο αργότερα ενόψει των εθνικών εορτών οι δοκιμαστικές παρελάσεις των γυμνασίων, που εμείς οι μικροί παρακολουθούσαμε με δέος και καμάρι. Κυρίως στην Ολύμπου και πάντα με τραγούδι, συχνά με το «Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα ….» καθώς στην ύπαιθρο ο εμφύλιος μαίνονταν και το θέμα της Μακεδονίας είχε στείλει πολλούς στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Σε μερικά χρόνια βέβαια τα πράγματα ηρέμησαν και μπορέσαμε πλέον να παίζουμε απερίσπαστοι στην πλατεία τα χίλια δυο αυτοσχέδια παιχνίδια μας. Η Πλατεία Δικαστηρίων χωριζόταν σε τέσσερα μέρη, το βορειοανατολικό που μάς ανήκε, το βορειοδυτικό με τις εγκαταστάσεις των προσκόπων και το μικρό γήπεδο του Π.Α.Ο.Δ. (Ποδοσφαιρικός Αθλητικός Όμιλος Διοικητηρίου), το νοτιοανατολικό που όπου συνήθως παίζαμε δίτερμα, με το πάρκο και τα Λουτρά Παράδεισος ακριβώς πάνω από την Εγνατία, και το νοτιοδυτικό, το πιο μακρινό και δυσπρόσιτο με την ανθισμένη Παναγία Χαλκέων να προβάλει από το χώμα στο άκρο του.
Η τρίτη εκκλησία της περιοχής ήταν ο διακριτικά θελκτικός Άγιος Νικόλαος με το προαύλιο του στην άκρη του νοτιοανατολικού τμήματος της πλατείας. Στη μέση όλου αυτού του γυμνού χάους υπήρχε ένα λυμφατικό παρκάκι περιτριγυρισμένο με σκουριασμένο αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Εκεί κάποια μέρα ο μεγαλύτερος αδερφός μου είχε σκίσει τον μηρό του και τον έτρεχε μετά ο μπαμπάς για ράμματα και αντιτετανικό ορό.
Ακόμη όμως και η δική μας περιοχή της πλατείας δεν μας ανήκε αποκλειστικά. Προτεραιότητα είχαν οι μεγάλοι του γυμνασίου όταν αποφάσιζαν να παίξουν ποδόσφαιρο ενώ εμείς αναλαμβάναμε τον ρόλο των θεατών χωρίς κερκίδα. Το ματς των μεγάλων ήταν με στοίχημα μια γκαζόζα ή πορτοκαλάδα από το καροτσάκι του πλανόδιου πωλητή, που έπιναν οι νικητές και πλήρωναν οι ηττημένοι.
Λίγο παρακάτω στο κέντρο της πλατείας έρχονταν και παίζανε μπάλα και τα ανταρτόπληκτα. Δηλαδή, τα παιδιά των οικογενειών που είχαν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη από την ύπαιθρο λόγω του εμφυλίου και έμεναν σε εντελώς πρόχειρα καταλύματα στο καρά γιαπί τότε Καραβάν Σαράι στη γωνία Βενιζέλου και Εγνατίας. Αυτά τα παιδιά ήταν ακόμη πιο φτωχικά ντυμένα από μας και φορούσαν τσαρουχάκια φτιαγμένα από ελαστικά αυτοκινήτων. Φυσικά μιλούσαν και με χωριάτικη προφορά και αποτελούσαν θέμα εύκολης κοροϊδίας από εμάς τα παιδιά της πόλης.
Μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, σχολείο-διάβασμα-γειτονιά-παιχνίδι, κάποια μέρα κυκλοφόρησε στη γειτονιά μια συνταρακτική είδηση. Ένας μάλλον νέος άντρας είχε ανεβεί στο Εργατικό Κέντρο και από ένα πλαϊνό παράθυρο της σκάλας έπεσε στο κενό και σκοτώθηκε. Αυτοκτόνησε!! Γιατί, ρε παιδιά; Ανεργία, γυναίκα, αρρώστια; Κανείς δεν ήξερε. Με περιέργεια ανάμικτη με φόβο τρέξαμε αμέσως να δούμε το σημείο στο οποίο είχε πέσει. Ήταν στον ανηφορικό χωματόδρομο του μεγάλου ανοίγματος ή πλατείας που οδηγεί στον Άγιο Δημήτριο.
Εκεί λοιπόν ανάμεσα σε πέτρες και πάνω στο σκληρό χώμα είχε σχηματιστεί μια μεγάλη βαθυκόκκινη κηλίδα αίματος. Σταθήκαμε με δέος γύρω από το σημάδι του θανάτου. Το κοιτάξαμε και το ξανακοιτάξαμε, ανταλλάξαμε ματιές, είδαμε ψηλά και το παραθυράκι της εξόδου του. Τα παιχνίδια, τα αστεία και τα πειράγματα, τα γέλια, είχαν τελειώσει, λες και τα είχε σαρώσει ένας παγωμένος άνεμος. Γυρίσαμε στη γειτονιά βουβοί και με σκυμμένο το κεφάλι και σύντομα ένας– ένας αναζητήσαμε τη θαλπωρή του σπιτιού μας.
Τόλης Νικηφόρου
(από την υπό έκδοση συλλογή ''Αγνώστου Στρατιώτου'')
|
Ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία, κυρία Γεωργαντοπούλου. Καλή χρονιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμείς ευχαριστούμε Τόλη Νικηφόρου. Είναι τιμή μας που σε φιλοξενούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤιμή μας, κύριε Νικηφόρου.Δεν χρειάζεται βεβαίως να σας πω με πόση χαρά θα σας ξαναφιλοξενούσαμε και στο μέλλον.
ΑπάντησηΔιαγραφή