επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*
«Τί θα μπορούσε να γινότανε αλλιώς;», αναρωτιέμαι καμμιά
φορά, μέσα στα όνειρα του ανάλαφρου ύπνου. Και κάποιες φορές, κάτι μου φαίνεται
πως θα γινότανε ν’ αλλάξει.
Θυμάμαι κάποτε, είχαμε πάει με το θείο μου σε μία
ζωοπανήγυρη: είχαμε πάρει μαζί και τον ξάδελφό μου τον Κώστα, ήταν δυο χρόνια
από μένα μικρότερος. Και θα πουλούσαμε την κατσίκα τη Μόρφω, νομίζω (και για
βοήθεια θαρρώ μ’ είχε πάρει, γιατί καλύτερα είναι δυο χέρια ακόμα). Κι ας
ήμουν-δεν ήμουν οχτάχρονο, ήξερα ήδη να δένω τα ζώα μας. Είχαμε πάει με την
παλιά του την κούρσα, την είχε φτιαγμένη με πίσω να έχει κλουβάκι: διπλό,
μεγαλείο! Και κάτω φορτώθηκε η Μόρφω, στο πάνω κλουβί θα φορτώναμε κότες.
Εκεί, όταν φτάσαμε: κακό, φασαρία, μαλλί της γριάς
μοσχομύριζε. Θα παίρναμε αργότερα, είπαμε: κι ο Κωστής καθότανε φρόνιμος, και η
Μόρφω (η Μόσχω; δε θυμάμαι ακριβώς...). Ωραία ήταν όλα, φορούσα ενα
ψευτοβραχιόλι, μου το ΄χε χαρίσει η γιαγιάκα μου. Μας λέγανε κάποιοι
Τουρκόγυφτους, Αλανιάρηδες, Καρεκλάδες. Τα μαλλιά μου τα είχα κοτσίδα, συνήθως
μασούσα τις άκρες. Και τα αυτιά μού τα είχαν τρυπήσει, αισθανόμουν ιδιαίτερα
όμορφη. Το θείο μου, τον είχα αγάπη. Αυτός, ήταν άνθρωπος άγιος, φαινόταν: είχε
τα μάτια του μπλε σαν τη θάλασσα, κι αυτό είναι σπάνιο φαινόμενο: λέγανε
κάποιοι πως είχε τη Χάρη να βλέπει τα αυριομελλούμενα.
Εκεί, στο παζάρι των ζώων – πουλήθηκε η Μόρφω μας
άκλαφτη, πήγαν κι οι κότες παρέα της, είχαμε κάνει καλά τις δουλειές μας. Όταν
ήταν να φύγουμε ήρθε κάποιος μαζί μας: κι εγώ πια στην κούρσα δε χώραγα, με
πήρε στα χέρια του ο θείος μου, με φόρτωσε στο πάνω κλουβί με το άχυρο, μου
έδωσε όμως κροσσάτο προσκέφαλο, αν ήθελα λέει να καθήσω καλύτερα. Εκεί είχε
αρχίσει το χάλασμα: στο άχυρο έκατσα, με την όμορφη φούστα μου (που ήταν
φτιαγμένη από προίκας παλιάς τα υφάσματα, ίσως ένα σεντόνι με κλάρες). Είχε ο
θείος μου βρει ένα φίλο παλιό, ένα τύπο περίεργο που είχαν πάει μαζί στο
στρατό, αν θυμάμαι. Κι επειδή δεν εβάλαν αυτόν στο κλουβάκι, οργίστηκα. Σταματήσαμε
κάπου στα Μέγαρα. Φανταζόμουν παλάτια και σπίτια φτιαγμένα θεόρατα: μας
προσκάλεσε σε μια άθλια ταβέρνα, μα είχε αρχίσει ο Κωστής (και εγώ) να πεινάμε.
Ήπιαν μπύρες, εμείς λεμονάδες. Ήπιε ο θείος μου κι άλλο, κι ακόμα. Ο Κωστής
είχε βγει στην αυλή, για να παίξει. Εγώ φόραγα ωραία παπούτσια (περσινά, της
ξαδέρφης της Νίτσας). Ήταν ξώφτερνα, με ένα λουράκι. Είχαν όμως και λίγο
τακούνι και δε με βολεύανε. Είχα αρχίσει λοιπόν και βαριόμουνα, εκεί στο
τραπέζι κι εγώ καθισμένη. Είχα και λίγο, να πούμε, τα νεύρα μου – γιατί δε μου
είχε περάσει ο θυμός που με είχανε βάλει να κάτσω στα άχυρα: στο ταξίδι,
κρυβόμουνα πίσω απ΄του θειού το κροσσάτο προσκέφαλο, και κουνούσα τα χέρια μου
σαν ακόμα να χόρευα, σαν πουλί που θα πέταγε, σαν κορίτσι, σαν αλαφροΐσκιωτο.
Χάζευα το ψευτοβραχιόλι μου, για να μη βλέπω το τί είδε ο κόσμος: μια
Τουρκογύφτισσα σ’ ένα κλουβί βαλμένη, για τις κότες.
Ο θείος είχε αρχίσει και έβλεπε γυάλινα, τα μπλε του
μάτια μου φαινόντανε σαν κόκκινα, και ύστερα τον πήρε ο ύπνος. Ο άλλος είχε ρίξει
λεφτά στο τζουκμπόξ, και πατούσε κουμπιά με τραγούδια: μετά είχε αρχίσει αυτός,
να χορεύει. Με ρώτησε τότε αν ήξερα να χορεύω νησιώτικα, τί τραγούδια μου
άρεσαν. Με κέρασε ούζο. Μετά είχα βγάλει εγώ τα παπούτσια μου, του έδειξα τί
μου είχανε μάθει να κάνω. Καλά τα τακούνια, μα ο χορός θέλει άφεσμα. Η
φούστα-σεντόνι ανέμιζε μόνη της.
«Το ξέρεις πως είσαι ωραία;», το ήξερα. «Το ξέρεις ότι
είσαστε φτωχοί σαν τους ζητιάνους, και χειρότερα;», (όχι, δεν ήξερα). «Ξέρεις
πόσα λεφτά είναι, που μου χρωστάει ο θείος σου; Αν θέλω, φωνάζω νάρθουνε εδώ οι
αστυνόμοι». Εγώ, είμαι άφωνη – ο θείος κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, στην
καρέκλα. Το ούζο δακρύζει σα σύννεφο μες στο ποτήρι, το πίνω. Θα το
ξαναγεμίσει, αργότερα. Αφού μ’ έχει πάει πιο πριν να με πλύνει, στο μέρος. Από
κείνη τη μέρα, θυμάμαι: δε μίλαγα πια, ούτε χόρευα. Είχα αρχίσει να πίνω,
κρυφά, πριν τον ύπνο. Για χρόνια, θα λέω τη δικιά μου ιστορία αλλιώς: πως είχα
περάσει την άδεια επαρχία με κάρο, με άμαξα – εικόνα από αργή ταινία. Η αλήθεια
είναι αυτή που σας λέω: αλλά, τί άραγε γινόταν να γινότανε αλλιώς;
Ολβία Παπαηλίου, 2015
Η Ολβία Παπαηλίου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα. Σπούδασε Συμβουλευτική και Αναλυτική Εικαστική Ψυχοθεραπεία στα πανεπιστήμια του Σέφηλντ και του Ληντς, και ειδικεύθηκε στην έρευνα της Εικαστικής Ψυχοθεραπείας. Ζει και εργάζεται στο Γιόρκσηρ. Κείμενά της έχουν βραβευθεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση ποίησης και λογοτεχνίας από την αγγλική, και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Οδός Πανός» και «Το Δέντρο». Έχει εκδόσει μια ποιητική συλλογή (Μόνιμο Ύδωρ - Ζωντανό Νερό, εκδόσεις Οδός Πανός, 2013). Ο θεατροποιημένος της μονόλογος "Η Χάρριετ πήγαινε όποτε τη φώναζαν" παρουσιάστηκε σε θεατραναλόγιο στην Αθήνα. Γράφει και δημιουργεί δρώμενα και εικαστικές παρεμβάσεις σαν μέρος της διαρκούς της έρευνας μεταξύ δημιουργικότητας και θεραπευτικής διαδικασίας (σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο). Μέρος αυτής της έρευνας και των διαδραστικών της διαδικασιών παρουσιάζεται στο ιστολόγιό τηςhttps://olviapapailiou. wordpress.com/ (at the corner of Grace and Rapture way, αλχημεία και έκ-σταση). Την ενδιαφέρει η Αλχημεία και η Δυναμική Ονειροπόληση όπως βιώνεται μέσα από την εμπειρία της διαρκούς τεχνοδημιουργίας.
*Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια-πολιτισμολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου