Πρώτη γραφή
Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε γίνει θρύψαλα. Εκείνη περπατούσε, σκεφτόταν,
ανάσαινε αλλά όλα ήταν ξένα, ίδια και ξένα. Το στόμα της είχε μια γεύση πικρή
τόσο πικρή που μούδιαζε η γλώσσα της και ένιωθε αυτό το παράξενο αίσθημα μέχρι
τον λάρυγγά της, έως κάτω εκεί που ενώνεται ο λάρυγγας με το στομάχι. Κάποτε
έλεγαν πως εκεί κατοικεί η ψυχή. Η ψυχή.
Τι είναι ψυχή; την είχε ρωτήσει κάποτε με σαδιστικό
βλέμμα.
Εκείνη πάσχιζε να του απαντήσει. Ψυχή
είναι…
Ό,τι και να του έλεγε εκείνος ήταν αποφασισμένος να την κοροϊδέψει και να
την ταπεινώσει.
Τι ξέρετε εσείς οι
χριστιανοί, αμόρφωτοι και κολλημένοι σε στείρα γνώση. Ποια ψυχή; Την είδε ποτέ
κανείς;
Της μιλούσε με θυμό, με μίσος καθώς
στο πρόσωπό της μισούσε κάτι που το έλεγαν χριστιανοί.
Εμείς οι άθεοι, οι φωτισμένοι του κόσμου. Εμείς οι αριστεροί άθεοι του
κόσμου. Εμείς, η μάνα μου και κάποτε
και ίσως και ο πατέρας του, η θεία του, ίσως και κάποιοι άλλοι και απέναντι εσείς, εσύ και η οικογένειά σου, δεξιοί
μισητοί.
Δεν έχει σημασία που δεν με
πειράξατε ποτέ. Οι δεξιοί είναι εχθροί, διότι στον Εμφύλιο…
Μετά αφηνόταν σε ένα παραλήρημα για τον Εμφύλιο για τους δοσίλογους και για
την αδικία που τώρα μισούσε στο πρόσωπό της. Εσύ είσαι μόνο για πήδημα. Πάνω
στο κορμί σου θα γαμήσω όλη τη δεξιά και όλη την αδικία της ανθρωπότητας.
Αυτά τα τελευταία φυσικά δεν της τα έλεγε. Της έλεγε πως είναι όμορφη και
πως την θέλει, την θέλει όπως δεν θέλησε καμία άλλη. Εκείνη τον πίστευε,
ρουφούσε κάθε λέξη και ένιωθε ντροπή. Ντροπή για εκείνη, για την οικογένειά της
που ήταν δεξιοί και ακόμη χειρότερο χριστιανοί, που η μάνα της πήγαινε στην
εκκλησία και που πίστευε στον θεό. Μα εκείνη,
δεν ήξερε πια αν πιστεύει.
Είχε χάσει την πίστη της πριν τον
γνωρίσει. Κοπελίτσα ακόμη και η ζωή την χάραξε ξαφνικά. Ποτέ δεν έμαθε τι της συνέβη.
Ναρκωτικά στο ποτό της ή κάποιο ψυχωσικό επεισόδιο; Ποιος ξέρει τι έπαθε τότε.
Ποτέ δεν έμαθε ούτε θα μάθει. Το βλέμμα της άλλαξε. Ποτέ δεν θα ξανάβλεπε με
χαρά τίποτα. Ο κόσμος ήταν ξένος ή γεμάτος με τρομερά πράγματα που την
απειλούσαν.
Κλείστηκε για χρόνια στον εαυτό της. Χρόνια που τώρα είχαν λευκές σελίδες.
Ολόλευκες. Όπως στις ταινίες που κόβεται μια σκηνή και μετά βλέπεις την ηρωίδα
από έφηβη να γίνεται γυναίκα.
Γυναίκα έγινε πάνω στο στρώμα εκείνου. Στην αρχή ήθελε να ξεφορτωθεί την
παρθενιά της. Μετά απλά της άρεσε. Δεν ένιωθε μόνη. Εκείνος την έκανε να νιώθει
πως υπάρχει. Μα μεταξύ τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τα χύσια του. Αυτός
έλεγε πως ένιωθε σαν θεός. Εκείνης της αρκούσε. Δεν ήξερε αν εκείνη έπρεπε να
νιώθει.
Σιγά σιγά άρχισε να τον μισεί. Της κατάστρεφε όσα ονειρευόταν. Τολμούσε να
ονειρευτεί κυρίως όσα είχε δει σε ταινίες ασπρόμαυρες και λίγες έγχρωμες που
πάντα εκείνη πέθαινε από αγάπη.
Αγάπη; Τι είναι αυτό; της έλεγε με οργή.
Συναισθήματα. Μάλιστα. Φοντάν
στο σερβάν λικέρ ποτό, σοκολατάκι και μικροαστισμός.
Όχι
σου λέω δεν παντρεύομαι. Θα γίνεις καλή μάνα. Ίσως όταν θελήσω να σου κάνω
παιδιά. Όμως είσαι άχρηστη δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πώς θα ζήσουμε; Εγώ
έχω την μάνα μου. Η μάνα μου δούλεψε και τώρα απολαμβάνει. Το πεντάρι είναι
δικό της. Αυτή το έχτισε. Εσύ όλο λόγια. Σε βαρέθηκα.
Εκείνη άκουγε να της λέει πόσο άχρηστη είναι ως γυναίκα. Μόνο για πόρνη
ήταν καλή.
Δέχτηκε να είναι αυτό που της ζητούσε. Όλα είχαν μια γεύση πικρή μέχρι τον
λάρυγγα κι έφτανε εκεί που λένε πως ήταν η ψυχή. Η ψυχή της δεν άκουγε, δεν
έβλεπε, δεν ονειρευόταν.
Κάποτε του ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνος την πήγε σε ένα κοσμηματοπωλείο της αγόρασε
δαχτυλίδι αρραβώνα. Πήγε στους δικούς της και τους είπε
Την θέλω θα την κάνω
ευτυχισμένη.
Μέσα σε μια εβδομάδα την έδειρε
άσχημα. Την έστειλε στους δικούς της. Ήθελε να πεθάνει. Αυτός την ξαναπήρε αλλά
παρίστανε πως δεν υπήρχε τίποτα μεταξύ τους. Ούτε αρραβώνας ούτε τίποτα. Η μάνα
του άλλωστε δεν ήθελε να παντρευτεί. Κάποτε του είπε να βρει μια να τον πλένει.
Αυτή ήταν η πόρνη δεν άξιζε ούτε γι’ αυτό.
Πέρασε καιρός χωρίς όνειρα, χωρίς ζωή. Του είπε πως μπορούν να ζήσουν
όμορφα μαζί. Ακόμη πίστευε ή δεν θυμόταν πια. Η μνήμη της δεν χωρούσε άλλο
πόνο. Είχε σβήσει την πίκρα καθώς δεν χωρούσε όπως κάποια ρούχα που μένουν έξω
από την ντουλάπα γιατί περισσεύουν.
Της μίλησε χυδαία, την ταπείνωσε όπως
συνήθιζε. Γύρισε πίσω στο σπίτι των γονιών της με το στόμα γεμάτο πίκρα.
Ξερνούσε πίκρα όπως οι φυματικοί το αίμα. Όλη νύχτα ξερνούσε το δηλητήριό του.
Το πρωί έδωσε το δαχτυλίδι αρραβώνων στη μάνα της
Πούλησέ το για να σπουδάσω μάνα. Πούλησέ το.
Τίποτα δεν θυμόταν πια. Μόνο μια γεύση γύρισε μέσα στο στόμα της. Τόσο
δηλητήριο μόνο οι γάτες του Αη Νικόλα ήπιαν, μα εκείνη θα ζούσε όπως και το
ποίημα. Θα ζούσε.