Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

"Το δαχτυλίδι" της Νότας Χρυσίνα

Πρώτη γραφή

Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε γίνει θρύψαλα. Εκείνη περπατούσε, σκεφτόταν, ανάσαινε αλλά όλα ήταν ξένα, ίδια και ξένα. Το στόμα της είχε μια γεύση πικρή τόσο πικρή που μούδιαζε η γλώσσα της και ένιωθε αυτό το παράξενο αίσθημα μέχρι τον λάρυγγά της, έως κάτω εκεί που ενώνεται ο λάρυγγας με το στομάχι. Κάποτε έλεγαν  πως εκεί κατοικεί η ψυχή. Η ψυχή.
Τι είναι ψυχή; την είχε ρωτήσει κάποτε με σαδιστικό βλέμμα.
Εκείνη πάσχιζε να του απαντήσει. Ψυχή είναι…
Ό,τι και να του έλεγε εκείνος ήταν αποφασισμένος να την κοροϊδέψει και να την ταπεινώσει.
Τι ξέρετε εσείς οι χριστιανοί, αμόρφωτοι και κολλημένοι σε στείρα γνώση. Ποια ψυχή; Την είδε ποτέ κανείς;
 Της μιλούσε με θυμό, με μίσος καθώς στο πρόσωπό της μισούσε κάτι που το έλεγαν χριστιανοί.
Εμείς οι άθεοι, οι φωτισμένοι του κόσμου. Εμείς οι αριστεροί άθεοι του κόσμου. Εμείς, η μάνα μου και κάποτε και ίσως και ο πατέρας του, η θεία του, ίσως και κάποιοι άλλοι και απέναντι εσείς, εσύ και η οικογένειά σου, δεξιοί μισητοί.
 Δεν έχει σημασία που δεν με πειράξατε ποτέ. Οι δεξιοί είναι εχθροί, διότι στον Εμφύλιο…
Μετά αφηνόταν σε ένα παραλήρημα για τον Εμφύλιο για τους δοσίλογους και για την αδικία που τώρα μισούσε στο πρόσωπό της. Εσύ είσαι μόνο για πήδημα. Πάνω στο κορμί σου θα γαμήσω όλη τη δεξιά και όλη την αδικία της ανθρωπότητας.
Αυτά τα τελευταία φυσικά δεν της τα έλεγε. Της έλεγε πως είναι όμορφη και πως την θέλει, την θέλει όπως δεν θέλησε καμία άλλη. Εκείνη τον πίστευε, ρουφούσε κάθε λέξη και ένιωθε ντροπή. Ντροπή για εκείνη, για την οικογένειά της που ήταν δεξιοί και ακόμη χειρότερο χριστιανοί, που η μάνα της πήγαινε στην εκκλησία και που πίστευε στον θεό.  Μα εκείνη, δεν ήξερε πια αν πιστεύει.
 Είχε χάσει την πίστη της πριν τον γνωρίσει. Κοπελίτσα ακόμη και η ζωή την χάραξε ξαφνικά. Ποτέ δεν έμαθε τι της συνέβη. Ναρκωτικά στο ποτό της ή κάποιο ψυχωσικό επεισόδιο; Ποιος ξέρει τι έπαθε τότε. Ποτέ δεν έμαθε ούτε θα μάθει. Το βλέμμα της άλλαξε. Ποτέ δεν θα ξανάβλεπε με χαρά τίποτα. Ο κόσμος ήταν ξένος ή γεμάτος με τρομερά πράγματα που την απειλούσαν.
Κλείστηκε για χρόνια στον εαυτό της. Χρόνια που τώρα είχαν λευκές σελίδες. Ολόλευκες. Όπως στις ταινίες που κόβεται μια σκηνή και μετά βλέπεις την ηρωίδα από έφηβη να γίνεται γυναίκα.
Γυναίκα έγινε πάνω στο στρώμα εκείνου. Στην αρχή ήθελε να ξεφορτωθεί την παρθενιά της. Μετά απλά της άρεσε. Δεν ένιωθε μόνη. Εκείνος την έκανε να νιώθει πως υπάρχει. Μα μεταξύ τους δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τα χύσια του. Αυτός έλεγε πως ένιωθε σαν θεός. Εκείνης της αρκούσε. Δεν ήξερε αν εκείνη έπρεπε να νιώθει.
Σιγά σιγά άρχισε να τον μισεί. Της κατάστρεφε όσα ονειρευόταν. Τολμούσε να ονειρευτεί κυρίως όσα είχε δει σε ταινίες ασπρόμαυρες και λίγες έγχρωμες που πάντα εκείνη πέθαινε από αγάπη.
Αγάπη; Τι είναι αυτό; της έλεγε με οργή.
Συναισθήματα. Μάλιστα. Φοντάν στο σερβάν λικέρ ποτό, σοκολατάκι και μικροαστισμός.
 Όχι σου λέω δεν παντρεύομαι. Θα γίνεις καλή μάνα. Ίσως όταν θελήσω να σου κάνω παιδιά. Όμως είσαι άχρηστη δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πώς θα ζήσουμε; Εγώ έχω την μάνα μου. Η μάνα μου δούλεψε και τώρα απολαμβάνει. Το πεντάρι είναι δικό της. Αυτή το έχτισε. Εσύ όλο λόγια. Σε βαρέθηκα.
Εκείνη άκουγε να της λέει πόσο άχρηστη είναι ως γυναίκα. Μόνο για πόρνη ήταν καλή.
Δέχτηκε να είναι αυτό που της ζητούσε. Όλα είχαν μια γεύση πικρή μέχρι τον λάρυγγα κι έφτανε εκεί που λένε πως ήταν η ψυχή. Η ψυχή της δεν άκουγε, δεν έβλεπε, δεν ονειρευόταν.
Κάποτε του ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνος την πήγε σε ένα κοσμηματοπωλείο της αγόρασε δαχτυλίδι αρραβώνα. Πήγε στους δικούς της και τους είπε
Την θέλω θα την κάνω ευτυχισμένη.
 Μέσα σε μια εβδομάδα την έδειρε άσχημα. Την έστειλε στους δικούς της. Ήθελε να πεθάνει. Αυτός την ξαναπήρε αλλά παρίστανε πως δεν υπήρχε τίποτα μεταξύ τους. Ούτε αρραβώνας ούτε τίποτα. Η μάνα του άλλωστε δεν ήθελε να παντρευτεί. Κάποτε του είπε να βρει μια να τον πλένει. Αυτή ήταν η πόρνη δεν άξιζε ούτε γι’ αυτό.
Πέρασε καιρός χωρίς όνειρα, χωρίς ζωή. Του είπε πως μπορούν να ζήσουν όμορφα μαζί. Ακόμη πίστευε ή δεν θυμόταν πια. Η μνήμη της δεν χωρούσε άλλο πόνο. Είχε σβήσει την πίκρα καθώς δεν χωρούσε όπως κάποια ρούχα που μένουν έξω από την ντουλάπα γιατί περισσεύουν.
 Της μίλησε χυδαία, την ταπείνωσε όπως συνήθιζε. Γύρισε πίσω στο σπίτι των γονιών της με το στόμα γεμάτο πίκρα. Ξερνούσε πίκρα όπως οι φυματικοί το αίμα. Όλη νύχτα ξερνούσε το δηλητήριό του. Το πρωί έδωσε το δαχτυλίδι αρραβώνων στη μάνα της
Πούλησέ το για να σπουδάσω μάνα. Πούλησέ το.

Τίποτα δεν θυμόταν πια. Μόνο μια γεύση γύρισε μέσα στο στόμα της. Τόσο δηλητήριο μόνο οι γάτες του Αη Νικόλα ήπιαν, μα εκείνη θα ζούσε όπως και το ποίημα. Θα ζούσε.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Mario Andrea Rigoni "Γωνιακό τραπεζάκι"

Room in New York, 1932 by Edward Hopper

Κάθονταν σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, στο ημίφως του φθινοπωρινού λυκόφωτος. Έξω άρχιζε να φυσάει. Μερικά φύλλα έπεφταν πάνω στα τζάμια.
    «Θα βρέξει» είπε αυτή. «Μπρρρ».
    «Μα δεν κάνει ακόμα κρύο» παρατήρησε εκείνος.
    «Εγώ το νιώθω».
    «Δεν αισθάνεσαι καλά;».
    «Όχι».
    «Θα είναι η υγρασία».
    «Ίσως».
    Το γκαρσόνι πλησίασε. Ήταν ένας τύπος ψηλός και χοντρός, μεσήλικας, με δυο πονηρά λεπτά μουστάκια άλλης εποχής. Ρώτησε τι ήθελαν, με το ένα φρύδι σηκωμένο.
    «Ένα Καμπάρι σόδα με νερό».
    «Ένα τσάι με γάλα».
    Το γκαρσόνι έφυγε χωρίς να τους χάσει από το βλέμμα του.
    Ο άνδρας χάιδεψε το πηγούνι του. Μετά έβγαλε έναν αναστεναγμό.
    «Δεν σε καταλαβαίνω» είπε.
    «Ποτέ δεν με κατάλαβες».
    «Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα από κανέναν, στην πραγματικότητα».
    «Είναι ανώφελο να φιλοσοφείς».
    «Όντως. Είναι πάντα η ίδια συνηθισμένη ιστορία».
    «Και λοιπόν;».
    «Θες να ξαναρχίσεις;».
    «Δεν θέλω τίποτα. Απλώς είμαι απογοητευμένη».
    Το γκαρσόνι γύρισε με το Καμπάρι, ένα μπουκαλάκι μεταλλικό νερό και το τσάι. Πήρε από τον δίσκο κι ένα μπολάκι με φιστίκια, το οποίο τοποθέτησε στο τραπέζι, παρατηρώντας έντονα τη γυναίκα.   
    «Τι ηλίθιος» είπε εκείνη, μόλις έφυγε.
    «Γιατί;».
    «Τίποτα».
    «Τον γνωρίζεις;».
    «Δεν τον έχω δει ποτέ».
    Όταν αντιλήφθηκε, ο άνδρας είπε: «Είσαι όμορφη. Δεν θα ’πρεπε να εκπλήσσεσαι».
    «Παραμένει ένας ηλίθιος».
    «Δεν θα τον έλεγα συμπαθητικό, για να πω την αλήθεια. Έχει κάτι το ύποπτο».
    «Προσπαθούσε να με φλερτάρει. Δεν σ’ ενοχλεί;».
    «Δεν το συνειδητοποίησα. Γενικά δεν ζηλεύω. Βέβαια, δεν μπορώ ούτε να φανταστώ ότι δίνεις σημασία σ’ έναν τύπο σαν κι αυτόν».
    «Μα δεν πρόκειται για μένα, πρόκειται για σένα».
    «Σου είπα ότι δεν το συνειδητοποίησα».
    «Έχεις πάντα μια υπεκφυγή: ή τη θεωρία ή την αφηρημάδα».
    «Λυπάμαι, μάλιστα στενοχωριέμαι».
    «Θα ’πρεπε να το δείξεις».
    «Δεν αρκεί που το λέω;».
    «Όχι».
    Τώρα η βροχή, άφθονη, χαράκωνε τα τζάμια. Εκείνη ανατρίχιασε ξανά.
    «Θες να πηγαίνουμε;» είπε ο άνδρας.
    «Μ’ αυτά τα συμπεράσματα; Αν προσπαθούσες μόνο λιγάκι…».
    «Μα είμαι έτοιμος να κάνω οτιδήποτε για σένα!».
    Το γκαρσόνι επέστρεψε διακόπτοντας τη συζήτηση για να ρωτήσει αν ήθελαν κάτι άλλο. Αυτή τη φορά ο άνδρας παρακολούθησε προσεκτικά τις χειρονομίες του, μα δεν εντόπισε τίποτα, εκτός από εκείνο το συνένοχο και συνάμα ιεροεξεταστικό ύφος. Τι έπρεπε να είχε κάνει;
    «Έχω πολλές αμφιβολίες εν προκειμένω» είπε αυτή.
    «Δεν με θεωρείς ειλικρινή;»
    «Δεν αμφέβαλα ποτέ γι’ αυτό».
    «Τότε λοιπόν;».
    «Η ειλικρίνεια δεν αρκεί!» είπε η γυναίκα, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Είναι μια αρετή, αλλά δεν αρκεί. Ακόμη κι ένας εγκληματίας μπορεί να είναι ειλικρινής».
    «Δεν είναι καν η περίπτωσή μου!».
    «Σίγουρα όχι! Μα θα σταματήσεις να γυρίζεις γύρω-γύρω από το θέμα; Γιατί για μια φορά δεν συμμερίζεσαι τα όνειρά μου;». 
    «Σσσς… Δεν θα θες να μας ακούσει ώς και το γκαρσόνι».
    Το γκαρσόνι ήταν πράγματι στραμμένο προς εκείνους, παρατηρώντας ξανά τη γυναίκα με αδιακρισία.
    «Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε το γκαρσόνι ούτε κανένας. Μ’ ενδιαφέρεις εσύ, καλύτερα να πω μ’ ενδιέφερες» είπε με ύφος που έγινε συγκρατημένο και περίλυπο. «Θα ήθελα όλα να ξαναγίνονταν όπως πριν».  
    «Δεν μπορείς να με αποδεχτείς όπως είμαι; Αυτό θα ήταν, στο βάθος, η αγάπη».
    Αυτή σιώπησε.
    Ο άνδρας αναστέναξε πάλι. Έπειτα ακούμπησε το μάγουλο στην κλειστή γροθιά του.
    «Έσφαλα, το ξέρω» παραδέχτηκε.
    «Αυτό δεν θα ήταν τίποτα. Είναι ότι θα το έκανες ξανά και ξανά!».
    «Μα…».
    «Γνωρίζεις τον μύθο του βατράχου και…».
    «…Του σκορπιού; Εκείνον τον περίφημο που ο Orson Welles…;».
    «Ακριβώς. Δυστυχώς έχει την ίδια ηλικία με τον κόσμο».
    «Επομένως; Θα ήσουν ένας σκορπιός; Που ενώ διασχίζει το ποτάμι…».
    «Δεν ξέρω. Μα ποιος μπορεί να ελπίζει πως δεν θα υποκύψει αργά ή γρήγορα στην ίδια του τη φύση;».
    Σηκώθηκε, έδωσε στον άνδρα ένα φιλί στο μέτωπο κι έφυγε, με σκυφτό το κεφάλι, ενώ χανόταν μες στην παράξενη, ομιχλώδη νύχτα.

 Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

Ο Mario Andrea Rigoni γεννήθηκε στο Asiago το 1948. Είναι καθηγητής ιταλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Padova, ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές του Giacomo Leopardi (έχει επιμεληθεί την πιο πρόσφατη κριτική έκδοση των απάντων του στη σειρά “i Meridiani” του Mondadori). Επίσημος μεταφραστής του Cioran στην Ιταλία, διατήρησε επί πολλά χρόνια φιλία με τον συγγραφέα, μεταφράζοντάς τον και διαδίδοντας τη σκέψη του. Ήταν ο πρώτος στην Ιταλία που παρουσίασε και δημοσίευσε πολλά κείμενα του Cioran στην Corriere della Sera, ενώ διηύθυνε τη μετάφραση των έργων του για τον γνωστό εκδοτικό οίκο Adelphi. Έχει γράψει δοκίμια, βιβλία με αφορισμούς και συλλογές διηγημάτων, και αρθρογραφεί στο πολιτιστικό ένθετο της Corriere della Sera. Το διήγημα που παρουσιάζεται προέρχεται από το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Miraggi (Elliot edizioni, Roma 2017).

Η Μαρία Φραγκούλη (Σάμος, 1980) σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Αθήνα. Έζησε και εργάστηκε στο Μιλάνο. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων.  

Γιώργος Ξανθάκος " Πρόβες σε παλιό σπίτι"

Kees van Dongen

  (Dutch/French, 1877–1968)
Κάνεις λάθος. Τον γνωρίζω καλά και είναι και τα δυο. Σαν ποιητής και μαθηματικός μαζί, θα
         μπορούσε να σκεφτεί σωστά[…]
Edgar Allan Poe (Το κλεμμένο γράμμα)

Γύρισα και είδα τη φωνή της να περνάει το τζάμι, το δάχτυλό της να το χτυπάει σαν ράμφος πουλιού: « Ελάτε, πάμε.»
Ήτανε τυλιγμένη στο παλτό της, φορούσε έναν μικρό κομψό μπερέ και με κοίταζε ανυπόμονα. Έβαλα βιαστικά την καμπαρτίνα μου, έκλεισα το σπίτι, και μπήκα στο αυτοκίνητό μου. Ακολούθησα το δικό της. Σε μισή ώρα φτάσαμε, παρκάραμε και περπατήσαμε με τα πόδια, ώσπου είδαμε τη μεγάλη, σιδερένια πόρτα. Από πάνω, υπήρχε ένα τοξοτό υπέρθυρο, βαμμένο με κιτρινωπή ώχρα. Ξεκλείδωσε μ’ ένα μεγάλο κλειδί. Aνοίγοντας, η πόρτα έτριξε λίγο. Μπήκαμε σε μια μεγάλη αυλή, στρωμένη με λεπτό χαλίκι.
Ένα γύρο -κατά διαστήματα- υπήρχαν δέντρα και αναρριχητικά φυτά. Σε πολλά σημεία, οι σοβάδες είχαν πέσει, και φαίνονταν οι πέτρες της ψηλής μάντρας. Προς τη μεριά του κτηρίου, δύο δέντρα ένωναν ψηλά τα φυλλώματά τους, δημιουργώντας έναν φυσικό θόλο σκιάς. Από κάτω είχαν στρώσει  πάτωμα από σανίδια, που έφτανε μέχρι το σπίτι. Την κοίταξα απορημένος.
«Σας είπα, το σπίτι είναι πολύ παλιό. Του 1850. Το είχε ένας Άγγλος ευπατρίδης, φιλέλληνας. Ερχόταν μόνο καλοκαίρια, μα όταν γέρασε, έμεινε μόνιμα εδώ, ως τον θάνατό του. Είχε μεγάλο κύκλο, Έλληνες και ξένους πολιτικούς και λογοτέχνες. Έφτιαξε λοιπόν αυτή τη μικρή εξέδρα και οργάνωνε βραδιές ποίησης, θεάτρου και μουσικής. Μετά, ο παππούς μου, όταν το αγόρασε από τους κληρονόμους του Άγγλου, θέλησε να διατηρήσει την, κατά κάποιον τρόπο, παράδοση και συντηρούσε την εξέδρα για πολλά χρόνια. Λούστρο ξύλου ειδικό, αδιάβροχο, μουσαμάδες κάθε χειμώνα, και αντικατάσταση όσων σανίδων σάπιζαν.»   
Ρώτησα περισσότερα για τον παππού της. «Περίεργος τύπος», μου είπε. «Αρχιτέκτονας, λάτρης των Μαθηματικών, μα και της ποίησης! Μάλλον έγραφε ποιήματα, αλλά δεν τα εξέδωσε ποτέ.» Η γιαγιά της όμως ήταν γνωστή ζωγράφος! «Αλήθεια; Πώς την έλεγαν;» ρώτησα. «Άννα Μπελλή, το πατρικό της επίθετο», μου απάντησε.
Εκείνη τη στιγμή, δυνάμωσε λίγο ο βοριάς, είδα τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ελαφρά. Σα να ρίγησε και τυλίχτηκε πιο σφιχτά με το παλτό της.
«Ελάτε, πάμε μέσα», της είπα. «Να μου δείξετε και το εσωτερικό».
Έριξα μια ματιά στον εξωτερικό τοίχο. Σκούρο ροζ χρώμα, τόπους τόπους ξεφτισμένο. Παράθυρα ψηλά, με πατζούρια, και τζάμια χωρισμένα με ξύλινα οριζόντια πηχάκια, σε τρία μέρη.
Δεν ξέρω πώς, αλλά ένιωσα πως έβρεχε, στο δέρμα του τοίχου κύλαγαν μικρά ρυάκια, το ροζ άλλαζε, αλλού γινότανε πιο σκούρο, αλλού πιο ξεφτισμένο, κι ήμαστε λέει εγώ κι εκείνη, κολλημένοι σ’ ένα σημείο, κάτω από ένα δέντρο, της άγγιζα το χέρι, ύστερα το άφηνα, εκείνη δάκρυζε, αναστέναζε μ’ έναν μικρό λυγμό –Μα τι; Χωρίζαμε;… «Όχι, πρόβα είναι» της έλεγα, «Μια πρόβα κάνουμε. Ηρέμησε».
…Είχε ανοίξει την πόρτα και με περίμενε, με κοίταζε. Όταν πήγα κοντά της, περίεργο, ένιωσα σα να είχε καταλάβει, σαν… κάπως…, να μας είχε «δει» κι εκείνη. Σάρκασα τον εαυτό μου. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες της καμπαρντίνας μου και τεντώθηκα ελαφρά, να συνέλθω.
Το σπίτι στο ισόγειο είχε ένα μεγάλο σαλόνι, κουζίνα και τρία άνετα δωμάτια. Επιπλωμένο με αποικιακό στυλ, πολυθρόνες ξύλινες με δέρμα, άλλες ντυμένες με ύφασμα, σαν ταπετσαρία, τραπέζια μεγάλα, ένα οβάλ, ένα ορθογώνιο, κι άλλα πιο μικρά, σαλονιού. Οι τοίχοι ήταν σχεδόν όλοι καλυμμένοι με βιβλιοθήκες, εκτός από δύο, όπου ήταν κρεμασμένοι πίνακες της Μπελλή. Τράβηξε την προσοχή μου ένας που μου φάνηκε πολύ παράξενος. Θάλασσα ταραγμένη, ο ουρανός χαμηλός, σκοτεινιασμένος, κι εκεί που έσκαγαν τα κύματα, μέσα στο νερό, έβλεπες μισοβυθισμένους σταυρούς, σαν να επρόκειτο για θαλασσινό νεκροταφείο!
Κατάλαβε πού κοίταζα, χαμογέλασε. Η γιαγιά της είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Αμερική, μου είπε, τη φιλοξενούσε ένας θείος της για να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί είχε δει τέτοιες θάλασσες. Κι όσο για τους σταυρούς, «Πρόβες για το μέλλον, εγγονή μου», της έλεγε, «πρόβες για τον θάνατο καραβιών».
Με κοίταξε με ένταση. Δεν άντεξα το βλέμμα της, γύρισα το δικό μου στα βιβλία. Παρατήρησα πως απάνω –ισόγειο και πρώτο είχε το σπίτι– ένα πάτωμα φαρδύ, περίπου τρία μέτρα, τύλιγε όλον τον όροφο και στη μέση υπήρχε κενό, κάτι σαν αίθριο, ώστε από κάτω έβλεπες σχεδόν ό,τι υπήρχε. Κι απάνω, η ίδια λογική, βιβλιοθήκες, μια μεγάλη δισκοθήκη με βινύλια, σιντοθήκες κι ένα στερεοφωνικό. Δυο μεγάλοι καθρέφτες με χοντρές μεταλλικές κορνίζες σκαλισμένες, η μία οβάλ, η άλλη τετράγωνη.  
Μέσα στο σπίτι, απουσίαζε εντελώς η αίσθηση της φθοράς που υπήρχε στο εξωτερικό του. Εδώ όλα ήταν σφριγηλά, καλοσυντηρημένα.
«Να σου φτιάξω καφέ;» ρώτησε και αμέσως: «Νομίζω να μιλάμε στον ενικό πια, συμφωνείς;». Μου φάνηκε τελείως συνεπής εξέλιξη, αν κι άμα το καλοκοίταζες, σαν τι είχε συμβεί δηλαδή μεταξύ μας και θα μπορούσαμε πλέον να νιώθουμε «πιο κοντά»; Όμως… έτσι ένιωθα.
Άναψε το φως του σαλονιού και μετά της κουζίνας. Έβγαλε το παλτό της και τον μπερέ. Έβγαλα κι εγώ την καμπαρντίνα. Σε λίγο, είχαμε καθίσει κοντά σ’ ένα παράθυρο, κοιτάζαμε έξω το βαθύ σούρουπο κι αναπνέαμε το ζεστό άρωμα του καφέ. Σωπαίναμε.
Πέρασε λίγη ώρα. Όσο την είχα δίπλα μου, ένιωθα ένα ρυάκι να γίνεται ολοένα ποταμός: «Άσε με να μαντέψω», είπα. «Η γιαγιά σου πέθανε σχετικά νέα, ο παππούς σου το ’ριξε στο ποτό, σιγά σιγά έγινε αλκοολικός και μετά από κάποια χρόνια, πέθανε κι αυτός. Ύστερα πήρανε το σπίτι οι γονείς σου, που μέχρι τώρα τα κατάφερναν να το συντηρούνε, αλλά δεν φτάνει το εισόδημά τους, μετά την οικονομική κρίση. Και προσφέρθηκες εσύ να βρεις κάποιον να το νοικιάσει ή και να το αγοράσει, αν ήθελε. Σωστά;»
«Ε, καλά, τα τελευταία σχεδόν σου τα έχω πει μόνη μου», γέλασε. «Αλλά… για τον παππού…  τη γιαγιά μου…» –σώπασε  απότομα. Σα να ένιωσε πάλι, όπως λίγο πριν, με τις «πρόβες».
«Έλα να σε πάω κι απάνω», είπε. Ανεβήκαμε. Περιεργαζόμουνα μαζί της τον χώρο, τα βιβλία, αλλά τα μάτια μου, δυο θολά τζάμια. Κάτι αργό απλωνότανε στο αίμα μου. Μαγικό, λες.
Όταν πέρασα μπρος από τον οβάλ καθρέφτη, στάθηκε πίσω μου και λίγο πλάι. Τα πρόσωπά μας, σα να διαχέονταν, το ένα μέσα στο άλλο.
Έφυγε γρήγορα. «Θα σου δείξω κάτι», μου είπε. «Ξέρω πως θα σ’ ενδιαφέρει». Άνοιξε ένα μικρό συρτάρι κι έβγαλε έναν φάκελο. «Από τον Άγγλο, τον πρώτο ιδιοκτήτη. Το βρήκε και το αγόρασε στην Αμερική. Χειρόγραφο πολύτιμο, που το φυλάμε από γενιά σε γενιά.» Μου ’δωσε να διαβάσω ένα παμπάλαιο χαρτί. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν.   
Ήρθε πολύ κοντά μου. Το κεφάλι της σχεδόν ακούμπησε στο δικό μου. «Είσαι ο δέκατος που βλέπει το σπίτι», είπε. «Αλλά ο μόνος που διάβασε αυτό το χαρτί.
Σε ξέρω. Σπίτι παλιό… Παλιά ψυχή, σαν τον παππού. Ίδιες αγάπες. Εγώ, απ’ το σόι της γιαγιάς. Όχι με τη δική τους μοίρα. Τη δική μας δεν την ξέρω… Κι οι πρόβες δεν αποδίδουν. Σχεδόν τίποτα.»
Κάρφωσε το βλέμμα της στο μέτωπό μου. «Χρόνια περίμενα. Εσένα μόνο. Το ξέρεις. Θα μείνεις εδώ, μαζί μου!»
…Σ’ έσφιξα πάνω μου. Σε είδα ξαφνικά γυμνή, να χορεύεις με βήματα απαλά, στο ξύλινο πάτωμα. Σαν ποίηση. Τα πόδια σου, γεμάτα άμμο και μικρά κοχύλια. Αίμα βελούδινη φωτιά. Καταρράχτης. «Πρόβα θανάτου», σκέφτηκα, κι έκλεισα τα μάτια.
«Με ονειρεύεσαι!» ψιθύρισες στ’ αυτί μου, «Με ονειρεύεσαι, ε;!».

Νότα Χρυσίνα «Μία τυχαία συνάντηση»

Σχόλιο προς τους/τις  ευγενικούς/ες και μη αναγνώστες/τριες

Το διήγημα αυτό γράφτηκε ως εργασία εξαμήνου για το ΜΠΣ. Περιέχει τεχνικές αφήγησης που δεν είναι στην παρούσα ανάρτηση σημειωμένες με bold ενώ όταν υποβλήθηκε για διόρθωση ήταν σημειωμένες και βαθμολογήθηκε με 9 (εννέα), προφανώς γιατί οι τεχνικές είναι σωστές αλλά όχι η λογοτεχνική γραφή που θέλει ψυχή βουτηγμένη στον νου. 
Η Νατάσα κατέβηκε βιαστική από το ταξί. Μόλις την είδα η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σε ένα ξέφρενο ρυθμό σαν τρελή.Περπατούσα παρέα με τους παλιούς συμφοιτητές μου δίπλα από το γλυπτό της Κοιμωμένης του Χαλεπά. Βρισκόμασταν στο Α’ Νεκροταφείο για την εξόδιο ακολουθία που θα ψαλλόταν για τον αγαπημένο μας καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη, που είχε φύγει την προηγούμενη μέρα από τη ζωή. Ανυπομονούσα να την δω. Η φίλη της η Μαίρη μού είχε πει πως θα ερχόταν στην κηδεία κι ότι θα έφθανε αεροπορικώς από Θεσσαλονίκη. Είχε αργήσει. Η ώρα ήταν ήδη 11 και μισή.  Πάντα αργούσε. Το μυαλό μου έτρεξε στο παρελθόν σαν ταινία σε rewind. Θυμήθηκα την ημέρα που πρωτογνωριστήκαμε. Ήμασταν και οι δυο μας φοιτητές φιλολογίας στο πανεπιστήμιο.

Μια ψηλή κοπέλα με κυματιστά, καστανά μαλλιά και λαμπερά γεμάτα φλόγα μάτια μπήκε αργοπορημένη στο μάθημα του καθηγητή Μαρωνίτη. Το σώμα της δεν ήταν απλώς ωραίο, έμοιαζε με γλυπτό Αφροδίτης.) Μόλις την είδα εντυπωσιάστηκα, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της.

Στο διάλειμμα την πλησίασα και τη ρώτησα εάν χρειάζεται τις σημειώσεις του μαθήματος. Εκείνη ενθουσιάστηκε με την πρότασή μου και μού πρότεινε αμέσως να πάμε για καφέ. Ήταν πρόσχαρη και μιλούσε με μια ζεστή, απαλή, μεταξένια φωνή. 
Την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Δεν αργήσαμε να συγκατοικήσουμε. Βρήκαμε ένα μικρό, φτηνό διαμέρισμά στο κέντρο της πόλης. Θέλαμε να βρισκόμαστε στην καρδιά της πόλης, ώστε να  οσμιζόμαστε τα δρώμενα, αλλά καιμου άρεσε να μπορώ να πηγαίνω παντού με τα πόδια.Το ίδιο και της Νατάσας. Ήταν αθλήτρια. Το όμορφο καλοσχηματισμένο της σώμα είχε διαμορφωθεί μετά από ατέλειωτες ώρες γυμναστικής.
Η αθλήτριά μου όμως αγαπούσε και τη διακόσμηση. Διάβαζε πολλά περιοδικά στον ελεύθερο χρόνο της. Στο νέο μας σπίτι τής δόθηκε η ευκαιρία και να δείξει το ταλέντο της και να φτιάξει το σπιτικό μας.
 Διάλεξε  φωτεινά πράσινα χρώματα για τους τοίχους και απαλότερες αποχρώσεις για τα υφάσματα. Βάψαμε μόνοι μας το σπίτι. Βάψαμε ακόμη και τα πρόσωπά μας. Είχαμε γελάσει πολύ καθώς μοιάζαμε με πράσινα ανθρωπάκια εξωγήινων, όπως αυτά που αναπαρίστανται στα περιοδικά.
 Τράβηξα πολλές φωτογραφίες το μουτράκι της και κρέμασα τις φωτογραφίες στους τοίχους. Τη φωτογράφιζα συχνά καθώς η φωτογραφία είναι το χόμπι μου. Είχα πάρει μέρος σε διαγωνισμούς και εκθέσεις.
 «Μάνο, βιβλία και φωτογραφίες παντού, παντού φωτογραφίες» έλεγε μισοζαλισμένη η μούσα μουενώ έψαχνε κάποιο βιβλίο για την εργασία της. 
«Βιβλιοφάγοι, είμαστε μωρό μου, δέξου ότι συγκατοικούμε με αυτά, ονειροπαρμένοι  βιβλιοφάγοι» της έλεγα και την άρπαζα από τη μέση γυρνώντας τηστον αέρα.
 Η Νατάσα ήθελε λίγο χώρο για ακουμπάει τα αγαπημένα της μυθιστορήματα αλλά το πάτωμα ήταν γεμάτο βιβλία και περιοδικά αρχιτεκτονικής. Ξόδευα όλο μου το χαρτζιλίκι σε αυτά καθώς ονειρευόμουν να γίνω αρχιτέκτονας,αν και είχα περάσει με την πρώτη στη σχολή φιλολογίας. Η φιλολογία ήταν όνειρο του πατέρα μου, καθώς ήταν και ο ίδιος φιλόλογος. Εγώ από μικρός ήθελα να κτίζω κάστρα. 
Την επόμενη χρονιά θα έδινα εξετάσεις και στην Αρχιτεκτονική και όταν θα έπαιρνα το πτυχίο μου θα έκτιζα ένα κάστρο να βάλω μέσα την βασίλισσά μου, τη Νατάσα.  «Βασίλισσά μου» της έλεγα όταν απλώναμε τα όνειρά μας για το μέλλον στο μικρό μας μπαλκονάκι τις ζεστές καλοκαιρινές νύχτες.
Ήμουν ερωτευμένος με το ομορφότερο κορίτσι του κόσμου και τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να χαλάσει την ευτυχία μας. Τα βράδια κάναμε παθιασμένο έρωτα και μετά ξαπλώναμε πάνω στις μεγάλες βελούδινες κόκκινες μαξιλάρες που ήταν απλωμένες στο πάτωμα και ακούγαμε τα αγαπημένα μας Cd μουσικής. Αγαπούσαμε και οι δυο μας την jazz και την κλασική μουσική. Ακούγαμε βέβαια και ροκ και πηγαίναμε κάθε Σαββατόβραδο για χορό και παρεούλα στο στέκι των φοιτητών, στην οδό Βαλαωρίτου.
Ήμασταν μαζί δύο χρόνια, όταν καβγαδίσαμε για πρώτη και τελευταία φορά. 
Ήταν Δεκέμβρης και είχε τσουχτερό κρύο. Τις προηγούμενες μέρες χιόνιζε και οι δρόμοι είχαν ένα απαλό στρώμα πάγου που την ημέρα αντανακλούσε το φως το οποίο διαθλώταν σε πολλά μικρά χρωματιστά σωματίδια που χόρευαν στον αέρα. Σάββατο βράδυ και είχαμε πάει στο αγαπημένο μας στέκι. Καθώς μπήκα μέσα είδα μια παρέα με κοπέλες. Ανάμεσά τους η Λητώ, μια όμορφη κοκκινομάλλα φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, γειτονοπούλα μου στο εξοχικό μας στην Μήλο.  Χάρηκα πολύ που είδα τη Λητώ και αφού τη σύστησα στη Νατάσα έπιασα την κουβέντα μαζί της. Καιρό είχαμε να βρεθούμε και είχαμε να μοιραστούμε πολλά από το νησί μας. Περνούσα υπέροχα με τη συντροφιά της. Η Λητώ μού περιέγραφε πώς κατάφερε να αποδώσει το τοπίο της Μήλου σε έναν της πίνακα και η περιγραφή της με είχε συναρπάσει. Είχα απορροφηθεί τόσο από την αφήγηση που ξέχασα τηγλυκιά μου Νατάσα. Εκείνη με πλησίασε κάποια στιγμή και μου ζήτησε να φύγουμε. Εγώ δεν ήθελα να χάσω την παρέα της Λητώς και της είπα ότι θα μείνω και θα τησυνοδεύσω στο σπίτι της. Η Νατάσα θύμωσε και μου είπε πως φεύγει.
Όταν επέστρεψα στο διαμέρισμα, η Νατάσα κοιμόταν. Ξύπνησα νωρίς το πρωί αλλά η Νατάσα είχε ξυπνήσει νωρίτερα και μου είχε αφήσει ένα σημείωμα ότι θα πάει για λίγες μέρες στο χωριό των γονιών της, κάπου έξω από την Χαλκιδική.
Την πήρα πολλές φορές στο τηλέφωνο αλλά δεν απάντησε. Μετά από μια εβδομάδα μου τηλεφώνησε πως θ’ αργήσει να επιστρέψει,γιατί ο πατέρας της είχε αρρωστήσει και έπρεπε να μείνει κοντά στους δικούς της για λίγο καιρό.
 Ο καιρός περνούσε και εκείνη δεν επέστρεφε ούτε απαντούσε στα τηλεφωνήματά μου. Μια μέρα ήρθαν δυο φίλες της και μάζεψαν τα πράγματά της. Μου έδωσαν ένα γράμμα. Με ευχαριστούσε για όσα μοιραστήκαμε και μου ευχόταν να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Σύντομα πέρασα στην Αρχιτεκτονική Αθηνών και ξενοίκιασα το διαμέρισμα. Την αναζήτησα μέσα από φίλους και γνωστούς. Κανένας δεν ήξερε τίποτα. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε.
Μετά από χρόνια συνάντησα τη φίλη της τη Μαίρη στην Αθήνα. Μου είπε πως η Νατάσα είχε γίνει μεταφράστρια και πως ζούσε στη Γαλλία. Εκεί είχε τιμηθεί με το βραβείο της λεγεώνας της τιμής. 

Η καρδιά μου συνέχισε να χτυπάει σε ξέφρενο καλπασμό όταν πλησίασε εκείνη. Είχα να τη δω είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Βρήκα τη δύναμη και της είπα «Γειά σου Νατάσα, είσαι πάντα όμορφη».
 Μου χαμογέλασε πλατιά: «Κι εσύ πάντα κομψός» είπε ενώ με κοίταζε έντονα. Η αλήθεια είναι ότι πρόσεχα πολύ την εμφάνισή μου. Αν και τα μαλλιά μου είχαν ασπρίσει, ήμουν σε καλή φυσική κατάσταση. Την ημέρα εκείνη φορούσα σουέτ καφέ σακάκι, τζιν πουκάμισο και τζιν ανοιχτόχρωμο παντελόνι. Η Νατάσα με κοίταζε με αυτό το βαθύ γλυκό βλέμμα που είχα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά. Αφού τελειώσαμε με το τελετουργικό, ήπιαμε καφέ και συλλυπηθήκαμε την οικογένεια Μαρωνίτη,κανονίσαμε να πάμε να φάμε οι δυο μας. Είχαμε να βρεθούμε είκοσι ολόκληρα χρόνια!

«Λοιπόν Μάνο»,μού είπε, «πραγματοποίησες το όνειρό σου να γίνεις αρχιτέκτονας;» Εγώ ήμουν ακόμη σαν υπνωτισμένος. Ρουφούσα κάθε της βλέμμα και προσπαθούσα να κρατήσω όσες περισσότερες εικόνες της αποτυπωμένες στο μυαλό μου. Σαν να ήθελα να τη φυλακίσω στη σκέψη μου. 

«Τι έγινε;», γέλασε, «μη μου πεις πως ξέχασες ποιος είσαι;» Γέλασα αμήχανα κι εγώ. Μου άρεσε που ήταν πειραχτήρι. Τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω στα μακριά καλοσχηματισμένα της πόδια που τα άφηνε ακάλυπτα κάτω από μία αραχνοΰφαντη φούστα. 

«Ουάου» της έκανα. Γελάσαμε και οι δυο καθώς θυμηθήκαμε τη σκηνή με τη Ρίτα Χέιγουορθ και τον Φρεντ Αστέρ. Η Χέιγουορθ είχε εμφανιστεί με σορτσάκι και ο Αστέρ είχε αντιδράσει με το επιφώνημα. Από τότε ήταν το δικό μας πείραγμα, κάθε φορά που την έβλεπα να εμφανίζεται μπροστά μου αποκαλυπτική.

«Λοιπόν, Μάνο», διέκοψε την αναπόλησή μου,«δεν θα μου πεις για εσένα;» «Η αλήθεια είναι, Νατάσα, ότι δεν πιστεύω πως είσαι εδώ».
 «Ναι, έγινα ένας επιτυχημένος αρχιτέκτονας,αλλά το κάστρο που έκτισα είναι χωρίς βασιλοπούλα».
 «Θέλεις να πεις πως δεν παντρεύτηκες;» είπε έκπληκτη.
«Παντρεύτηκα τη βασίλισσα του Σαββά» είπα όλο μυστήριο.

 Η Νατάσα άνοιξε διάπλατα τα μεγάλα καστανά της μάτια. Της εξήγησα ότι πήγα στην Αιθιοπία να φωτογραφίσω τις αρχαιότητες και εγκλωβίστηκα στη γοητεία του θρύλου της βασίλισσας του Σαββά*. Της διηγήθηκα πώς ανακαλύψαμε με την αποστολή των αρχαιολόγων, την οποία είχα ακολουθήσει, το χρυσωρυχείο της βασίλισσας. Της αφηγήθηκα την συναρπαστική ιστορία της βασίλισσας του Σαββά. Της εξήγησα πως υπάρχει ένας θρύλος που κάνει λόγο για μυθικά πλούτη και πως γίνεται αναφορά του ονόματός της τόσο στη Βίβλο όσο και στο Κοράνι. Της διηγήθηκα με κάθε λεπτομέρεια.τις περιπέτειές μου στο υψίπεδο Gheralta.Η Αιθιοπία είναι μία χώρα γεμάτη εκπλήξεις και μοιάζει να ξεπηδάει από τις σελίδες ενός παραμυθιού. 

Η Νατάσα άκουγε γοητευμένη. Πότε πότε πετάριζαν τα βλέφαρά της. Το πετάρισμα των βλεφάρων της ήταν σημάδι πως περίμενε με αγωνία τη συνέχεια. Μείναμε μαζί περπατώντας δίπλα στη θάλασσα μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας. Προσπαθούσαμε να χωρέσουμε όσα χρόνια ήμασταν μακριά μέσα σε λίγες ώρες. Μου είπε για τη Γαλλία, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια, κι εγώ για την Αιθιοπία. Τη ρώτησα για όσα έγιναν τότε, αλλά εκείνη απέφυγε να απαντήσει. «Μάνο μου, ας μη χαλάσουμε τη συνάντησή μας» μου είπε. Όπως έλεγε και η Σκάρλετ Ο’Χάρα στην αγαπημένη μας ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος» «After all... tomorrow is another day…». 
Το ξημέρωμα την πήγα να πάρει το αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη. Τη φίλησα τρυφερά. Ήξερα πως δεν θα την ξαναδώ.


*Το βασίλειο, που εκτεινόταν στην σημερινή Αιθιοπία και την Υεμένη ήταν ισχυρό και άνθησε κυρίως χάρη στο εμπόριο με την Ιερουσαλήμ και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Όσο για τη βασίλισσά του, παρ’ ότι ελάχιστα είναι γνωστά - έτσι ώστε να θεωρείται σήμερα περισσότερο ένα πρόσωπο μυθικό - η εικόνα της ενέπνευσε πολλαπλώς τους μεταγενέστερος, από το Μεσαίωνα και μετά.

Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

"Γράμμα στο παιδί μου" της Νότας Χρυσίνα



Παιδί μου, τότε που αποφάσισα να φύγεις από την ζωή μου νόμιζα πως θα ήταν το καλύτερο για εσένα. Θα μπορούσα να σε είχα κρατήσει για να αυξάνω το εγώ μου και να περιφέρομαι με έναν άλλο ρόλο που πιθανά να μην μου ταίριαζε. Δεν πρόφτασα να σε αγαπήσω ούτε να σε απαρνηθώ. Κανένας δεν θα καταλάβει πως ο αποχωρισμός μας ήταν μία πράξη σεβασμού προς την ζωή. Κανένας εκτός από εμένα που δεν ξέχασα ποτέ ότι ήρθες στην ζωή μου και πως έφυγες αθόρυβα χωρίς να κλάψεις και χωρίς να προλάβεις να λυπηθείς για τίποτα. Μωρό μου, ας με συγχωρέσεις κάποτε. Κάποτε ελπίζω να βρεθούμε ξανά!

Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

"ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ " της ΝΟΤΑΣ ΧΡΥΣΙΝΑ


 
"Το Φίλημα" του Νικηφόρου Λύτρα
Κυριακή. Θα μπορούσε να ήταν μία συνηθισμένη Κυριακή αλλά ένα όνειρο γεμάτο αισθήσεις ανατάραξε τη γαλήνη της. Η Λένα ξύπνησε έχοντας στο στόμα της την γεύση του πρώτου φιλιού της εφηβείας της. Όλο το κορμί  της ήταν παραδομένο σε αυτήν τη δόνηση της ανάμνησης εκείνου του πρώτου αγγίγματος του πρώτου αληθινού αγγίγματος ενός άνδρα πάνω στο κοριτσίστικο κορμί της. 
Τα χείλη της είχαν γίνει φλόγες που έφταναν μέχρι την κοιλιά της και έκαιγαν γλυκά το σώμα της διαλύοντάς το σε μικρές μικρές σπίθες. 
Τον γνώρισε στο ετήσιο πανηγύρι της Παναγιάς. Δεκαπενταύγουστο. Η Λένα φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα από δαντέλα και ένιωθε πως είχε κάτι από την πριγκίπισσα των παραμυθιών. Τα μαύρα μαλλιά της πλαισίωναν το λευκό της πρόσωπο και το μουτράκι της είχε την τσαχπινιά και γλύκα των δεκατριών της χρόνων. 

Εκείνη την χρονιά είχε ψηλώσει πολύ και η μητέρα της τής επέτρεψε να φορέσει πέδιλα με λίγο τακούνι.
 Τι όμορφα ξεκινούσε εκείνο το καλοκαίρι η εφηβεία της! Ο Νίκος ψηλός, ηλιοκαμένος είχε περάσει την προηγούμενη χρονιά στη σχολή αξιωματικών και είχε έρθει στο πατρικό του για τη γιορτή της Παναγιάς, με άδεια λίγων ημερών.
 Συναντήθηκαν στην πλατεία και μόλις την είδε της έκλεισε το μάτι. Η Λένα σάστισε μα εκείνος  την πλησίασε με ένα χαμόγελο που την έκανε να νιώθει ότι θα λιποθυμήσει. "Γειά σου! Νίκος, πώς σε λένε;» «Λένα» απάντησε εκείνη τρέμοντας. Εκείνος δεν άφησε λεπτό και της είπε «πάρε το τηλέφωνό μου». Το ραντεβού είχε δοθεί σε έναν γκρεμό κοντά στο δάσος. 
Η Λένα έμενε σε ένα προάστειο κοντά στην Αθήνα  που είχε λίγους κατοίκους και ήταν χτισμένο στους πρόποδες της Πεντέλης. 

Το χωριό ήξερε κάθε κίνηση όλων των κατοίκων. Ήταν δύσκολο να πάει κάπου χωρίς να το μάθει η γειτονιά. Η Λένα φοβόταν πως κάποιος από τους γείτονες θα την έβλεπε με τον άγνωστο νεαρό άνδρα και έτσι του είχε ζητήσει να συναντηθούν στην άκρη της κατοικημένης περιοχής δίπλα στον γκρεμό  μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. 
Η νεαρή κοπέλα συνήθιζε να πηγαίνει βόλτα στο βουνό εκεί κοντά στον γκρεμό και να μαζεύει κυκλάμινα. Αγαπούσε τα κυκλάμινα και τους μιλούσε σαν να είχαν φιλίες. Τα μάλωνε και τα επαινούσε όταν έβλεπε κάποιο να φυτρώνει σε βράχο ή ένα άλλο σε μία καλή θέση μέσα στο χορτάρι.  Εκεί θα συναντούσε τον Νίκο.
Εκείνος έφτασε χαμογελαστός και σίγουρος για τον εαυτό του. Το ίδιο χαμόγελο που της είχε κόψει την ανάσα από την πρώτη τους συνάντηση. 
"Τι όμορφος και ψηλός που είναι !" σκέφτηκε.  Ο Νίκος την πλησίασε. Δεν είπαν πολλά. Εκείνος την τράβηξε πάνω του και έσκυψε το πρόσωπό του μέσα στο δικό της. Η ανάσα του ήταν γρήγορη και θερμή. Η Λένα είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της και περίμενε με τα χείλη μισάνοιχτα το φιλί του, όπως η ηρωίδα των ασπρόμαυρων φιλμ που παρακολουθούσε. Αυτές τις φιλούσαν οι ήρωες απαλά και άγγιζαν τα χείλη σε μια αιώνια υπόσχεση. 
Ξαφνικά η Λένα ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ο Νίκος την φιλούσε σαν ένα σιχαμερό ερπετό. Είχε βγάλει την γλώσσα του όπως ένα βατράχι που είχε δει στην λίμνη και την είχε βυθίσει στον λαιμό της. Αυτό το φιλί ήταν τόσο γλυκό αλλά γεμάτο σάλιο «ίσως και δηλητηριώδες» σκέφτηκε η Λένα και άρχισε να τρέμει. 
"Μα αυτός προσπαθεί να με σκοτώσει;» σκεφτόταν τρομαγμένη.  "Αυτή θα είναι η τιμωρία μου που πήγα κρυφά στο βουνό να πάρω το φιλί του; Μήπως είναι ένας δαίμονας σαν αυτούς που είδα σε ζωγραφιές που παρίσταναν τον θεό Διόνυσο και την συνοδεία του;» «Σίγουρα θέλει το κακό μου» σκέφτηκε με ταχύτητα αστραπής, ενώ ο Νίκος συνέχιζε να την φιλάει. «Πω πω! Τώρα πώς θα κοιτάξω τη μάνα μου στα μάτια;» «Όλοι θα μάθουν πως είμαι μία γυναίκα που την φίλησε ο δαίμονας» «Ίσως και να με αφορίσει ο παπάς της εκκλησίας μας» «Τι έπαθα!» σκεφτόταν και ο χρόνος είχε κυλήσει τόσο γρήγορα σαν να ήταν μέσα σε εφιάλτη.

 Ο Νίκος την άφησε από την αγκαλιά του και την ρώτησε «Τι έχεις;» Εκείνη ένιωθε σαν είχε μπει σε μια άλλη διάσταση. Ξαφνικά τον μισούσε. Την πήρε από τον χρόνο της. Πού την είχε πάει; «Θέλω να φύγω» του είπε. Είχε γίνει κατακόκκινη. Δεν θέλησε ούτε να την συνοδεύσει.

 Στον δρόμο κατέβαινε τρέχοντας σαν αγρίμι. Έφτασε στο σπίτι της. Ο λαιμός της είχε κολλήσει και ένιωθε πως σβήνει. Έτρεξε στην κουζίνα και ήπιε νερό σαν να ήταν στην έρημο και να κινδύνευε η ζωή της από δίψα. 

«Τώρα; Τι θα απογίνω που έγινα ένα πλάσμα δαιμονικό; Τι τα ήθελα τα φιλιά; Η γιαγιά μου μου είχε πει για θηλυκές νεράιδες που σου κόβουν την μιλιά αλλά δεν μου είχε πει για άνδρες νεράιδες.» συλλογιζόταν η καημένη και κάρφωνε το βλέμμα της όπου έβρισκε για να πιαστεί έστω από κάτι γήινο. Το ταβάνι άραγε θα μπορούσε να την κρατήσει στην γη; 

Μα οι ηρωίδες στις ταινίες ήταν ευτυχισμένες. Γιατί εκείνος να της κάνει κακό; Το φιλί του όμως της είχε πάρει κάτι. Ήταν μια άλλη. Ήταν μια γυναίκα και δεν θα μπορούσε να το πει πουθενά γιατί εκείνη δεν φιλήθηκε στα χείλη αλλά εκείνος της βύθισε τον εαυτό του μέσα της και τώρα έγινε μια ξένη. Τσιμπούσε το κορμί της να δει εάν ήταν εκεί. 

Το βράδυ βυθίστηκε στα σκεπάσματα και έκλαψε πικρά. «Γιατί δεν μεγαλώνω όπως όλα τα κορίτσια;» ανναρωτιόταν. Μέρες κοιτούσε σαν να ήταν πλανεμένη μια έκλαιγε μια γέλαγε. 

Μια μέρα αποφάσισε να μιλήσει στην μητέρα της. Ήταν χαμένη. "Τι άλλο θα μου συμβεί;" σκέφτηκε. "Ίσως η μάνα μου να  προλάβει το κακό και ο δαίμονας να βγει από μέσα μου». Η μητέρα της γέλασε. «Μα αυτός είναι μεγάλος και φιλάει αλλιώς. Τι ήθελες εσύ ένα παιδάκι με αυτόν;» της είπε γλυκά αλλά και με κάποια αυστηρότητα. 

«Είναι ωραίος και ψηλός. Μοιάζει σαν το άγαλμα που είδαμε στο Αρχαιολογικό μουσείο και που μας εξηγούσατε με τον μπαμπά πως το έφτιαξε ένας αρχαίος γλύπτης. Μαμά ήταν τόσο όμορφος! Τώρα τι θα πάθω;” είπε απελπισμένη και έτοιμη να δεχτεί να κάνει ακόμη και τον τρελότερο χορό όπως κάτι δαιμονισμένοι που είχε δει στην αυλή της Παναγιάς στην Τήνο που επισκέπτονταν συχνά τα καλοκαίρια. «Η Παναγιά είναι θαυματουργή» έλεγε η μάνα της. «Διώχνει τους δαίμονες που εισχωρούν κρυφά στο σώμα των ανθρώπων». 
Αυτά τα είχε μάθει από την γιαγιά. Η γιαγιά ήταν εκείνη που ήξερε όλες τις ιστορίες για νεράιδες και δαίμονες αλλά και για όμορφους πολεμιστές κι ακόμη εκείνο το παραμύθι με την κοπέλα που μεταμορφώθηκε σε άντρα και πήγε στον πόλεμο. Η γιαγιά ήξερε τα πάντα. Όταν θα την έβλεπε θα της έλυνε το μυστήριο.


Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος