Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

" ΤΕΛΕΙΩΣΕΣ;" του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ

         
 επιμέλεια Νότα Χρυσίνα*                             
 
"The Doctor" by Luke Fildes(1891) 

    Εκείνη την εποχή,  κατά το Μεσοπόλεμο, το να πάει κάποιος νέος από χωριό να σπουδάσει στο Παρίσι ήταν από δύσκολο έως αδύνατο… Και όμως, ο Δημήτρης Αντωνόπουλος, από κάτοικος  εκείνου του χωριού, στις υπώρειες του Παρνασσού, βρέθηκε στο Μονπαρνάς να μοιράζεται ένα φοιτητικό δωμάτιο μαζί με δύο άλλους φερέλπιδες νέους από την Αθήνα.
   Η ιστορία είχε αρχίσει γύρω στα τρία χρόνια πριν, όταν ο καθηγητής συνάντησε μια μέρα στο δρόμο τον κύρη τού Δημητρού:
   -Άκου να σου πω κυρ Πανάγο. Ο Γιός σου είναι ο πρώτος μαθητής στο σχολείο… Θα είναι κρίμα να μην προχωρήσει πιο πέρα… Έχω μιλήσει μαζί του αρκετά πάνω στο θέμα των σπουδών του… Είναι λίγο δύσκολος χαρακτήρας. Κλειστός. Όμως κατάφερα να τού βγάλω με το τσιγκέλι αυτό που -όπως μού είπε- είναι διακαής του πόθος… Θέλει, λέει, να γίνει γιατρός…
   -Γιατρός; Τι είναι αυτά που λες κυρ δάσκαλε; Τι να κάνει εδώ στο χωριό σαν γιατρός; Πενήντα νοματαίοι όλοι κι όλοι… Σα να μου λες δηλαδή, ότι θα πάει να σπουδάξει στην Αθήνα, και μετά, αφού τελέψει, θα μείνει εκεί για να ασκήσει το επάγγελμά του… Τρέχα  γύρευε…
   -Γιατί; Άσχημα θα σου καθίσει να έχεις το γιό σου σπουδασμένο; Αφού ο θεός τον προίκισε με τέτοιο μυαλό, να πάει χαμένη αυτή η θεία χάρη;
   -Μα καλά τώρα… Να μείνει στην πρωτεύουσα; Και ποιος μωρέ θα με βοηθήσει εμένα στα χωράφια; Μηδέ έχω και κάνα άλλο παιδί: Μονάκριβος μού έχει μείνει… Αν πάει στην Αθήνα τον έχασα…
   -Και ποιος σου είπε εσένα ότι θα μείνει στην Αθήνα;
   -Αμ που θα μείνει; Τί γιατριλίκι θα ασκήσει εδώ πέρα; Εδώ τα ζώα είναι  πολύ περισσότερα από τους ανθρώπους… Εκτός κι αν θέλει να γίνει κτηνίατρος...
   -Λοιπόν… Όταν σου είπα ότι αυτό το παιδί είναι ξεχωριστό, το εννοούσα… Ξέρεις μωρέ τι μου είπε; Ότι θέλει να γίνει γιατρός  να γιατρεύει τον κόσμο από την ελονοσία...
   Το χωριό τους ήταν κοντά στην περιοχή της λίμνης της Κωπαΐδας. Κι εκείνες τις εποχές, οι τόποι γύρω από την λίμνη υπέφεραν από την φοβερή αρρώστια… Δεκάδες έφευγαν κάθε χρόνο  μέσα σε φοβερούς πυρετούς.  Η αποξήρανση  που είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια αργούσε  να ολοκληρωθεί…
   -Κολοκύθια τούμπανα, κυρ δάσκαλε.. Εγώ το παιδί μου το θέλω εδώ, δίπλα μου… Βλέπεις, γερνάω σιγα-σιγά, και η ζωή στα χωράφια θέλει γερά χέρια..
   -Τα γερά χέρια, κυρ Πανάγο, τα βρίσκεις και έξω από το σπίτι σου… Τα γερά μυαλά όμως σπανίζουν. Αυτά τα έχεις μέσα στο σπίτι σου… Αυτά να κοιτάξεις να εκμεταλλευτείς...
   Ο Πανάγος ένοιωθε ότι το επιχείρημα του δάσκαλου -που άλλωστε ήταν και ο ειδικός- ήταν λογικό. Όμως αυτός αντέτεινε το μόνο τρανό επιχείρημα που είχε στη διάθεσή του:
   -Ωραία τα λες εσύ δάσκαλε!... Και από λεφτά τι γίνεται; Ξέρεις πόσα χρειάζονται; Ή θέλεις τώρα να σου θυμίσω την ιστορία του Καλονίκου;
   (Αυτή, η ιστορία του Καλονίκου, κυκλοφορούσε στο χωριό σαν ανέκδοτο… Επρόκειτο για την ιστορία ενός συγχωριανού τους, πλούσιου τσέλιγκα, πλην όμως αγαθού. Αυτός λοιπόν, είχε ένα γιό που φαγώθηκε να πάει στη Γερμανία να σπουδάσει… Έφυγε, πήγε στο καλό, και περνούσαν τα χρόνια και όλο σπούδαζε και όλο σπούδαζε, είχαν ξεχάσει ακόμα και τη φάτσα του. Και κάποτε στο καφενείο του χωριού, κάποιος συγχωριανός ρωτάει τον Καλονίκο με σκωπτική διάθεση:
   -Και τι σπουδάζει, ρε Γιώργη, ο γιός σου στα εξωτερικά;
   -Τι σπουδάζει;  Λύκος… Να τι σπουδάζει…
   -Λύκος; Και τί είναι αυτή η σπουδή ρε Γιώργη; Υπάρχει;
   -Υπάρχει… Αμ πώς δεν υπάρχει… Λύκος… Ξέρετε πόσα πρόβατα μού έχει φάει; Και ακόμα δεν πήρε το χαρτί…)
    -Αν είναι εκεί το πρόβλημα, υπάρχει λύση, αντέτεινε, ο δάσκαλος… Ας το σε μένα…
    Εκεί είχε σταματήσει η κουβέντα εκείνο το απόγευμα, και ο καθένας είχε πάρει το δρόμο του… Ο Πανάγος στο χωράφι, ο δάσκαλος στο σχολειό…
    Η λύση που είχε υπ’ όψιν ο δάσκαλος ήταν η υποτροφία. Ο μαθητής του ήταν ιδιοφυία. Το είχε διαπιστωμένο. Και μη χάνοντας καιρό έκανε τις απαραίτητες ενέργειες στη σχετική επιτροπή του υπουργείου.. Τέλειωσαν τα διαδικαστικά, και ο Δημήτρης του Πανάγου, γράφοντας μιαν εξαιρετική εργασία, κατάφερε και πήρε υποτροφία για το πανεπιστήμιο του Παρισιού, μιας και εδώ στο δικό μας δεν υπήρχε τότες ειδικότητα της παθολογίας για την ελονοσία.
    Ο Πανάγος το έμαθε, και το έφερε βαρέως που ο γιός του θα έφευγε…  Το είχε πάρει κάπως σαν συνομωσία του παιδιού του με τον δάσκαλο εναντίον του. Βρε τί του είπαν οι συγγενείς ότι αυτό «είναι μεγάλη ευκαιρία για το παιδί», ότι «θα έπρεπε να είναι υπερήφανος που ο γιός του θα γύριζε σπουδαγμένος επιστήμονας», αυτός το είχε μεγάλο μαράζι. Ούτε καν στο λεωφορείο δεν συνόδευσε τον Δημήτρη όταν έφτασε η μέρα της αναχώρησης… Παρέμεινε σε κάποιαν απόσταση, και οι χωριανοί τον άκουσαν να μονολογεί, καθώς το αμάξι χανόταν στην στροφή του δρόμου, «Το ένα μου παιδί το έφαγε το ποτάμι και το άλλο μου το τρώνε τώρα οι σπουδές»… Πριν από χρόνια, εκείνη την ημέρα της καταραμένης νεροποντής, η γυναίκα του γλίστρησε και έπεσε μέσα στο αγριεμένο ρέμα έξω από το χωριό.. Ο μεγάλος του γιός, παλληκαράκι δεκατεσσάρων χρονών, έπεσε για να την σώσει, και πνίγηκαν και οι δύο… Από εκείνην την μέρα ο Πανάγος είχε αλλάξει. Με δυσκολία  έσκαγαν τα χείλη του σε χαμόγελο.  Τα λόγια του ήσαν λιγοστά και μετρημένα, ακόμα και στο μικρό Δημήτρη που τον μεγάλωνε με χίλια ζόρια…
     Ο Δημήτρης πέρασε πέντε αλησμόνητα χρόνια σπουδών στο Παρίσι, μέσα σε ένα περιβάλλον και μια ζωή που ούτε καν  την φανταζόταν τότε που ζούσε στο χωριό. Το μυαλό του άνοιξε σε νέες ιδέες, έκανε σπουδαίες φιλίες, εκεί αντρώθηκε. Ούτε μια φορά δεν ήρθε στο χωριό όσο σπούδαζε, και αυτό ελείψει χρημάτων για τα ναύλα. Άλλοι καιροί τότες. Και κάποτε, τέλειωσε, και γύρισε στο χωριό έχοντας στις αποσκευές του το δίπλωμά του ως γιατρού Malariologiste, με άριστα και από κάτω φαρδιές πλατιές τις υπογραφές των πιο διάσημων καθηγητών της εποχής. Ο πατέρας του  δεν τον υποδέχτηκε όταν γύρισε με το λεωφορείο, όπως και δεν τον είχε κατευοδώσει τότες που έφυγε. Όταν έφτασε στο σπίτι ο Δημήτρης έβγαλε από την βαλίτσα και του έδειξε το Δίπλωμά του με περηφάνια… Τότες αυτός δεν έκανε κάνα σχόλιο πάνω σ’ αυτό.  Μόνο είπε:
   -Τέλειωσες; Έκανες το κέφι σου; Σύρε τώρα στα χωράφια… Εγώ δεν πρόκειται να σε βοηθήσω να ανοίξεις ιατρείο… Κράτα τις σπουδές για τον εαυτό σου…
    Ήταν σα να τον χτύπησε κεραυνός…  Η στάση του κύρη του ήταν ακατανόητη… Κάθισε εκεί, σε μια γωνιά, αποσβολωμένος. Και όταν ήρθε η επόμενη μέρα, τότε που ο Πανάγος άρπαξε τα βιβλία του και τα πέταξε έξω από το σπίτι, το μυαλό του τραυματίστηκε θανάσιμα…

    Από εκείνη την μέρα το παιδί έπαθε ψυχικό μαρασμό… Δεν εξάσκησε ποτέ την ιατρική, και όπως ήταν φυσικό ούτε και στα χωράφια ήταν ικανός να δουλέψει… Η μελαγχολία τον έκλεισε στο σπίτι. Και όταν αργότερα, σιγά-σιγά, άρχισε να βγαίνει, σταματούσε στο δρόμο και παραμιλούσε… Και έλεγε: «Ξέρετε… Εγώ είμαι Γιατρός… Γιατρός ελονοσιολόγος… Είμαι Γιατρός»…


Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στην Δημοσιογραφική Σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα την δημοσιογραφική του καριέρα αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γειά σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το παρόν βιογραφικό αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδίδεται.



   ---------------------------

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου