Vincent Willem van Gogh
Ο άντρας μου είναι ένας ήσυχος άνθρωπος.
Δεν ακούς την ανάσα του. Το σούρσιμο που κάνουν οι παντόφλες του στο παρκέ είναι πάντα ανεπαίσθητο, το τσάκισμα της εφημερίδας καθώς διαβάζει, άηχο και δίχως παλμό. Ποτέ δεν ξέρεις αν έχει φύγει ή μόλις ήρθε. Κάτι πάνω του είναι από καιρό σε ανακαίνιση που δεν τέλειωσε. Του βάζω να φάει και δεν ρωτάει τι είναι. Κι όμως, δεν αφήνει ούτε μπουκιά στο πιάτο. Έχει πάντα ένα τσιγάρο αναμμένο, αλλά ποτέ δεν τον έχω δει να καπνίζει. Οι στάχτες στο τασάκι τον κοιτάζουν. Με τα παιδιά δεν έχει πρόβλημα: τα διαβάζει ανελλιπώς τα σαββατοκύριακα, αλλά αν τον ρωτήσω τι τάξη πάνε δεν θα ξέρει να μου πει. Τα βγάζει και βόλτα. Από μνήμης έχει κρατήσει αυτό που του είπα κάποτε: έχουν μεγαλώσει πια, μην τα πας άλλο στις κούνιες γιατί βαριούνται. Φίλους δεν έχει, ούτε χόμπι. Κάθεται στον καναπέ και βλέπει τηλεόραση με τις ώρες. Όμως ούτε κι εκεί είναι παρών. Θα βρέξει αύριο, τι λέει; Δεν ξέρει. Θα έχουν απεργία τα λεωφορεία; Ανασηκώνεται έντρομος λες και του είπα τη χειρότερη είδηση του κόσμου. Τα μάτια του γεμίζουν με κάτι μεταλλικό, το άσπρο χάνεται. Λες; Πώς θα πάω στη δουλειά; Είναι ένας δικός του παραλογισμός χωρίς έρεισμα. Δεν έχει λείψει ποτέ από τη δουλειά του. Είναι άνθρωπος του καθήκοντος. Την επόμενη του γάμου μας με παράτησε σύξυλη στο κρεβάτι να τον περιμένω να γυρίσει από το γραφείο το βράδυ. Ταξίδι του μέλιτος δεν πήγαμε. Αγοράσαμε καρτ ποστάλ με τον Πύργο του Άιφελ. Ήταν καλά. Είχε ήλιο και τα δέντρα ήταν ανθισμένα και είχε φώτα, πολλά φώτα.
Ναι, ο άντρας μου είναι τόσο ήσυχος σαν τα λουλούδια που έχουμε στο μπαλκόνι. Τα πότιζα κάθε μέρα, στο τέλος σάπισαν, τα άφησα έτσι. Με τον καιρό προσαρμόστηκα. Φτιάχνω πατάτες στο φούρνο κι όταν τα παιδιά γυρνούν από το σχολείο με ρωτούν τι φαγητό έχουμε. Μακαρόνια τους λέω. Νομίζουν πως τα κοροϊδεύω. Στο κρεβάτι δεν φωνάζω. Πνίγομαι στα σάλια μου. Δεν ακούγεται τίποτα. Ούτε το σώμα του όταν πέφτει στο δικό του. Ίσως γιατί δεν πέφτει. Υπάρχει ένα ξέψυχο μένος, κάτι που δεν λέει να βγει και σκαλώνει.
Έχουμε μια κανονική οικογένεια. Όταν με ρωτούν αυτό λέω, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει. Το άκουσα που το έλεγε μια ηθοποιός στην τηλεόραση και αποφάσισα να λέω το ίδιο. Σε γλυτώνει από παραπάνω ερωτήσεις. Τι να άλλο να πεις σε έναν κανονικό άνθρωπο;
Εκείνη την ημέρα, όμως, φοβήθηκα πολύ.
Πηγαίναμε όλοι μαζί βόλτα με το αυτοκίνητο. Δεν το κάνουμε συχνά, δεν ξέρω τι μας έπιασε και ποιος μας ανάγκασε να το κάνουμε. Ο άνδρας μου άρχισε να τρέχει – ποτέ δεν έτρεχε με το αυτοκίνητο. Μια απόσταση δέκα χιλιομέτρων μπορεί να την κάνει και σε τέταρτο. Ποιος ο λόγος να βιάζεται κανείς, λέει. Ποιος ο λόγος να φτάσει, λέω εγώ. Εκείνη την ημέρα όμως το πόδι του ήταν καρφωμένο στο γκάζι. Δύο φορές περάσαμε με κόκκινο, προσπερνούσε το ένα αυτοκίνητο μετά το άλλο, έκανε ελιγμούς, έστριψε σε λάθος δρόμο, πήγε να πατήσει μια γάτα, έβρισε έναν παππού που οδηγούσε με το πάσο του, άνοιξε το ραδιόφωνο και το έκλεισε και το άνοιξε ξανά. Σε έναν σταθμό που δεν έπιανε και έκανε ένα εκνευριστικό ήχο με παράσιτα.
Τα παιδιά τρόμαξαν, εγώ άρχισα να πνίγομαι κι εκείνος έτρεχε, έτρεχε. Όταν φτάσαμε ήταν σε ένα παραλιακό κέντρο. Η θάλασσα σκοτεινή, ο ήλιος κρυμμένος. Είχαμε βγει για φαγητό. Μας το θύμισε η μικρή μας κόρη. Τα χείλια της ήταν άσπρα από τον τρόμο. Παραγγείλαμε, αλλά δεν φάγαμε τίποτα. Πληρώσαμε μετά από μισή ώρα και φύγαμε. Στην επιστροφή δεν μίλησε κανείς. Οδηγούσε όπως πάντα. Είχαμε μια κανονική ταχύτητα και μια κανονική σιωπή και ήταν δικά μας όλα.
Από εκείνη την ημέρα κάτι άλλαξε. Δεν ξέρω τι ακριβώς, δεν μπορώ να καταλάβω. Το πάτωμα στο σπίτι ηχεί κούφιο, οι τοίχοι είναι μαλακοί, τους πιάνω και μου μένουν σοβάδες στα χέρια. Τα έπιπλα μαζεύουν περισσότερη σκόνη. Τα περνάω με πανί και σε μια ώρα είναι σαν να μην τα καθάρισα ποτέ. Τους αλλάζω θέση πού και πού για να μην βαριούνται σαν κι εμάς. Εκείνος δεν μιλάει στα παιδιά, ούτε τα διαβάζει τα σαββατοκύριακα. Δεν κάνουμε έρωτα, πολλές φορές τον βρίσκω να κοιμάται στον καναπέ και τον αφήνω εκεί. Του βάζω στο πλάι ένα ποτήρι νερό, μην πνιγεί τη νύχτα, και του κλείνω τα φώτα. Το πρωί τα βρίσκω ανοιχτά. Δεν τα κλείνω. Υπάρχουν φορές που βυθίζεται με τις ώρες στον καναπέ, αλλά η τηλεόραση είναι κλειστή. Έχει μπροστά του την εφημερίδα• είναι ανοιγμένη στις αθλητικές σελίδες. Ο άνδρας μου δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο. Δεν έχει καν αγαπημένη ομάδα. Του κλέβω λέξεις, φράσεις, νοήματα με τα μάτια. Σήμερα έδιωξαν άλλους δύο στη δουλειά, ο ένας είχε προχωρημένο καρκίνο, ήρθαν τα κοινόχρηστα, αυτό το κρέας που αγόρασες ήταν σκληρό δεν τρώγεται, αλλά βάλε μου λίγο ακόμη.
Μετά πέφτει να κοιμηθεί και είναι σαν να παλεύει με κάτι αόριστο, σαν να τρέχει, αλλά μόνος του. Το πόδι του παίζει κάτω από τα σκεπάσματα. Κάτι πατάει, κάτι θέλει να σπρώξει να πάει πιο γρήγορα. Είναι κάτι που του έχει μείνει και στον ξύπνιο του. Εκεί που κάθεται ήσυχα βλέπεις το ένα πόδι του να τινάζεται δίχως ρυθμό. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Θεέ μου, είναι τρελό. Είναι ολότελα τρελό όλο αυτό το πράγμα και δεν σταματάω να το κοιτάζω κι εκείνο δεν σταματάει να πηγαίνει πάνω κάτω. Τον έπεισα να πάει σε νευρολόγο. Έκανε όλες τις εξετάσεις. Δεν του βρήκαν τίποτα. Καρδιά μικρού παιδιού, επίπεδα σακχάρου κανονικά, τα νεύρα του είναι βούτυρο. Κι όμως, το πόδι δεν σταματάει με τίποτα. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Πώς κάνει ο μπαμπάς; Να έτσι, λένε τα παιδιά πίσω από την πλάτη του. Τον κοροϊδεύουν, αλλά κανένα δεν γελάει με το αστείο. Συνεχίζουν να το κάνουν.
Το κάνει και τώρα. Ακούω τα σκεπάσματα στο κρεβάτι μας που τρίζουν. Κάτι υπάρχει σε αυτό το πόδι, κάτι υπάρχει.
Μαζεύω τα πιάτα από το τραπέζι, μοιάζουν με άδεια μάτια• λερωμένα. Τα πλένω και πάλι το ίδιο: με κοιτάζουν με εκείνες τις παγωμένες κόρες τους• καθαρά αυτή τη φορά. Βγαίνω στο σαλόνι να τον ακούσω, να βεβαιωθώ ότι είναι καλά, ότι είναι κανονικά. Στο υπνοδωμάτιο δεν θέλω να μπω ακόμη, φοβάμαι. Επιστρέφω στην κουζίνα. Βάζω τα πιάτα στη θέση τους και φοβάμαι περισσότερο. Κάτι θα πέσει, θα διαλυθεί, θα γίνει θρύψαλα και μετά κάτι άλλο και κάτι άλλο. Και θα συνεχίσει να πέφτει. Όταν ξάπλωσα δίπλα του, περασμένες δώδεκα, ήταν πλέον πολύ αργά για τα πάντα. Το άλλο πρωί μου είπε πως αποφάσισε να πουλήσει το αμάξι. Δεν μας χρειάζεται, είναι επιπλέον έξοδο, μου εξήγησε, και το μετρό είναι μια χαρά. Να, το πόδι του πάλι έπαιξε. Την ώρα που έπινε καφέ και μου έλεγε για το αυτοκίνητο. Είσαι σίγουρος, αυτό το αυτοκίνητο ήταν το όνειρό σου γιατί να το σκοτώσεις τώρα που κανένας δεν αγοράζει τίποτα; Το πόδι, εκεί, να δίνει το ρυθμό. Το έκρυψε κάτω από το τραπέζι να μην το βλέπω. Ούτε κι εκείνος. Κάτι συμβαίνει εκεί που δεν βλέπουμε. Ντύθηκε γρήγορα γρήγορα, να προλάβω το λεωφορείο, μου είπε, να συνηθίσω τις διαδρομές. Δηλαδή το έχεις αποφασίσει; Ναι. Χωρίς να μας ρωτήσεις; Καλύτερα έτσι. Και τα παιδιά; Θα μάθουν να πηγαίνουν με τη συγκοινωνία όπως όλοι. Κι εμείς; Το ίδιο. Τον περίμενα να φύγει με το ασανσέρ. Κοιτούσε τα παπούτσια του, κοιτούσα τα χέρια μου. Του είπα ότι το μεσημέρι θα έφτιαχνα μακαρόνια. Έφτιαξα πατάτες στο φούρνο.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου