Kees van Dongen(Dutch/French, 1877–1968) |
Κάνεις λάθος. Τον γνωρίζω καλά και είναι και τα δυο. Σαν ποιητής και μαθηματικός μαζί, θα
μπορούσε να σκεφτεί σωστά[…]
Edgar Allan Poe (Το κλεμμένο γράμμα)
Γύρισα και είδα τη φωνή της να περνάει το τζάμι, το δάχτυλό της να το χτυπάει σαν ράμφος πουλιού: « Ελάτε, πάμε.»
Ήτανε τυλιγμένη στο παλτό της, φορούσε έναν μικρό κομψό μπερέ και με κοίταζε ανυπόμονα. Έβαλα βιαστικά την καμπαρτίνα μου, έκλεισα το σπίτι, και μπήκα στο αυτοκίνητό μου. Ακολούθησα το δικό της. Σε μισή ώρα φτάσαμε, παρκάραμε και περπατήσαμε με τα πόδια, ώσπου είδαμε τη μεγάλη, σιδερένια πόρτα. Από πάνω, υπήρχε ένα τοξοτό υπέρθυρο, βαμμένο με κιτρινωπή ώχρα. Ξεκλείδωσε μ’ ένα μεγάλο κλειδί. Aνοίγοντας, η πόρτα έτριξε λίγο. Μπήκαμε σε μια μεγάλη αυλή, στρωμένη με λεπτό χαλίκι.
Ένα γύρο -κατά διαστήματα- υπήρχαν δέντρα και αναρριχητικά φυτά. Σε πολλά σημεία, οι σοβάδες είχαν πέσει, και φαίνονταν οι πέτρες της ψηλής μάντρας. Προς τη μεριά του κτηρίου, δύο δέντρα ένωναν ψηλά τα φυλλώματά τους, δημιουργώντας έναν φυσικό θόλο σκιάς. Από κάτω είχαν στρώσει πάτωμα από σανίδια, που έφτανε μέχρι το σπίτι. Την κοίταξα απορημένος.
«Σας είπα, το σπίτι είναι πολύ παλιό. Του 1850. Το είχε ένας Άγγλος ευπατρίδης, φιλέλληνας. Ερχόταν μόνο καλοκαίρια, μα όταν γέρασε, έμεινε μόνιμα εδώ, ως τον θάνατό του. Είχε μεγάλο κύκλο, Έλληνες και ξένους πολιτικούς και λογοτέχνες. Έφτιαξε λοιπόν αυτή τη μικρή εξέδρα και οργάνωνε βραδιές ποίησης, θεάτρου και μουσικής. Μετά, ο παππούς μου, όταν το αγόρασε από τους κληρονόμους του Άγγλου, θέλησε να διατηρήσει την, κατά κάποιον τρόπο, παράδοση και συντηρούσε την εξέδρα για πολλά χρόνια. Λούστρο ξύλου ειδικό, αδιάβροχο, μουσαμάδες κάθε χειμώνα, και αντικατάσταση όσων σανίδων σάπιζαν.»
Ρώτησα περισσότερα για τον παππού της. «Περίεργος τύπος», μου είπε. «Αρχιτέκτονας, λάτρης των Μαθηματικών, μα και της ποίησης! Μάλλον έγραφε ποιήματα, αλλά δεν τα εξέδωσε ποτέ.» Η γιαγιά της όμως ήταν γνωστή ζωγράφος! «Αλήθεια; Πώς την έλεγαν;» ρώτησα. «Άννα Μπελλή, το πατρικό της επίθετο», μου απάντησε.
Εκείνη τη στιγμή, δυνάμωσε λίγο ο βοριάς, είδα τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ελαφρά. Σα να ρίγησε και τυλίχτηκε πιο σφιχτά με το παλτό της.
«Ελάτε, πάμε μέσα», της είπα. «Να μου δείξετε και το εσωτερικό».
Έριξα μια ματιά στον εξωτερικό τοίχο. Σκούρο ροζ χρώμα, τόπους τόπους ξεφτισμένο. Παράθυρα ψηλά, με πατζούρια, και τζάμια χωρισμένα με ξύλινα οριζόντια πηχάκια, σε τρία μέρη.
Δεν ξέρω πώς, αλλά ένιωσα πως έβρεχε, στο δέρμα του τοίχου κύλαγαν μικρά ρυάκια, το ροζ άλλαζε, αλλού γινότανε πιο σκούρο, αλλού πιο ξεφτισμένο, κι ήμαστε λέει εγώ κι εκείνη, κολλημένοι σ’ ένα σημείο, κάτω από ένα δέντρο, της άγγιζα το χέρι, ύστερα το άφηνα, εκείνη δάκρυζε, αναστέναζε μ’ έναν μικρό λυγμό –Μα τι; Χωρίζαμε;… «Όχι, πρόβα είναι» της έλεγα, «Μια πρόβα κάνουμε. Ηρέμησε».
…Είχε ανοίξει την πόρτα και με περίμενε, με κοίταζε. Όταν πήγα κοντά της, περίεργο, ένιωσα σα να είχε καταλάβει, σαν… κάπως…, να μας είχε «δει» κι εκείνη. Σάρκασα τον εαυτό μου. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες της καμπαρντίνας μου και τεντώθηκα ελαφρά, να συνέλθω.
Το σπίτι στο ισόγειο είχε ένα μεγάλο σαλόνι, κουζίνα και τρία άνετα δωμάτια. Επιπλωμένο με αποικιακό στυλ, πολυθρόνες ξύλινες με δέρμα, άλλες ντυμένες με ύφασμα, σαν ταπετσαρία, τραπέζια μεγάλα, ένα οβάλ, ένα ορθογώνιο, κι άλλα πιο μικρά, σαλονιού. Οι τοίχοι ήταν σχεδόν όλοι καλυμμένοι με βιβλιοθήκες, εκτός από δύο, όπου ήταν κρεμασμένοι πίνακες της Μπελλή. Τράβηξε την προσοχή μου ένας που μου φάνηκε πολύ παράξενος. Θάλασσα ταραγμένη, ο ουρανός χαμηλός, σκοτεινιασμένος, κι εκεί που έσκαγαν τα κύματα, μέσα στο νερό, έβλεπες μισοβυθισμένους σταυρούς, σαν να επρόκειτο για θαλασσινό νεκροταφείο!
Κατάλαβε πού κοίταζα, χαμογέλασε. Η γιαγιά της είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Αμερική, μου είπε, τη φιλοξενούσε ένας θείος της για να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί είχε δει τέτοιες θάλασσες. Κι όσο για τους σταυρούς, «Πρόβες για το μέλλον, εγγονή μου», της έλεγε, «πρόβες για τον θάνατο καραβιών».
Με κοίταξε με ένταση. Δεν άντεξα το βλέμμα της, γύρισα το δικό μου στα βιβλία. Παρατήρησα πως απάνω –ισόγειο και πρώτο είχε το σπίτι– ένα πάτωμα φαρδύ, περίπου τρία μέτρα, τύλιγε όλον τον όροφο και στη μέση υπήρχε κενό, κάτι σαν αίθριο, ώστε από κάτω έβλεπες σχεδόν ό,τι υπήρχε. Κι απάνω, η ίδια λογική, βιβλιοθήκες, μια μεγάλη δισκοθήκη με βινύλια, σιντοθήκες κι ένα στερεοφωνικό. Δυο μεγάλοι καθρέφτες με χοντρές μεταλλικές κορνίζες σκαλισμένες, η μία οβάλ, η άλλη τετράγωνη.
Μέσα στο σπίτι, απουσίαζε εντελώς η αίσθηση της φθοράς που υπήρχε στο εξωτερικό του. Εδώ όλα ήταν σφριγηλά, καλοσυντηρημένα.
«Να σου φτιάξω καφέ;» ρώτησε και αμέσως: «Νομίζω να μιλάμε στον ενικό πια, συμφωνείς;». Μου φάνηκε τελείως συνεπής εξέλιξη, αν κι άμα το καλοκοίταζες, σαν τι είχε συμβεί δηλαδή μεταξύ μας και θα μπορούσαμε πλέον να νιώθουμε «πιο κοντά»; Όμως… έτσι ένιωθα.
Άναψε το φως του σαλονιού και μετά της κουζίνας. Έβγαλε το παλτό της και τον μπερέ. Έβγαλα κι εγώ την καμπαρντίνα. Σε λίγο, είχαμε καθίσει κοντά σ’ ένα παράθυρο, κοιτάζαμε έξω το βαθύ σούρουπο κι αναπνέαμε το ζεστό άρωμα του καφέ. Σωπαίναμε.
Πέρασε λίγη ώρα. Όσο την είχα δίπλα μου, ένιωθα ένα ρυάκι να γίνεται ολοένα ποταμός: «Άσε με να μαντέψω», είπα. «Η γιαγιά σου πέθανε σχετικά νέα, ο παππούς σου το ’ριξε στο ποτό, σιγά σιγά έγινε αλκοολικός και μετά από κάποια χρόνια, πέθανε κι αυτός. Ύστερα πήρανε το σπίτι οι γονείς σου, που μέχρι τώρα τα κατάφερναν να το συντηρούνε, αλλά δεν φτάνει το εισόδημά τους, μετά την οικονομική κρίση. Και προσφέρθηκες εσύ να βρεις κάποιον να το νοικιάσει ή και να το αγοράσει, αν ήθελε. Σωστά;»
«Ε, καλά, τα τελευταία σχεδόν σου τα έχω πει μόνη μου», γέλασε. «Αλλά… για τον παππού… τη γιαγιά μου…» –σώπασε απότομα. Σα να ένιωσε πάλι, όπως λίγο πριν, με τις «πρόβες».
«Έλα να σε πάω κι απάνω», είπε. Ανεβήκαμε. Περιεργαζόμουνα μαζί της τον χώρο, τα βιβλία, αλλά τα μάτια μου, δυο θολά τζάμια. Κάτι αργό απλωνότανε στο αίμα μου. Μαγικό, λες.
Όταν πέρασα μπρος από τον οβάλ καθρέφτη, στάθηκε πίσω μου και λίγο πλάι. Τα πρόσωπά μας, σα να διαχέονταν, το ένα μέσα στο άλλο.
Έφυγε γρήγορα. «Θα σου δείξω κάτι», μου είπε. «Ξέρω πως θα σ’ ενδιαφέρει». Άνοιξε ένα μικρό συρτάρι κι έβγαλε έναν φάκελο. «Από τον Άγγλο, τον πρώτο ιδιοκτήτη. Το βρήκε και το αγόρασε στην Αμερική. Χειρόγραφο πολύτιμο, που το φυλάμε από γενιά σε γενιά.» Μου ’δωσε να διαβάσω ένα παμπάλαιο χαρτί. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν.
Ήρθε πολύ κοντά μου. Το κεφάλι της σχεδόν ακούμπησε στο δικό μου. «Είσαι ο δέκατος που βλέπει το σπίτι», είπε. «Αλλά ο μόνος που διάβασε αυτό το χαρτί.
Σε ξέρω. Σπίτι παλιό… Παλιά ψυχή, σαν τον παππού. Ίδιες αγάπες. Εγώ, απ’ το σόι της γιαγιάς. Όχι με τη δική τους μοίρα. Τη δική μας δεν την ξέρω… Κι οι πρόβες δεν αποδίδουν. Σχεδόν τίποτα.»
Κάρφωσε το βλέμμα της στο μέτωπό μου. «Χρόνια περίμενα. Εσένα μόνο. Το ξέρεις. Θα μείνεις εδώ, μαζί μου!»
…Σ’ έσφιξα πάνω μου. Σε είδα ξαφνικά γυμνή, να χορεύεις με βήματα απαλά, στο ξύλινο πάτωμα. Σαν ποίηση. Τα πόδια σου, γεμάτα άμμο και μικρά κοχύλια. Αίμα βελούδινη φωτιά. Καταρράχτης. «Πρόβα θανάτου», σκέφτηκα, κι έκλεισα τα μάτια.
«Με ονειρεύεσαι!» ψιθύρισες στ’ αυτί μου, «Με ονειρεύεσαι, ε;!».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου