Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Mario Andrea Rigoni "Γωνιακό τραπεζάκι"

Room in New York, 1932 by Edward Hopper

Κάθονταν σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι, στο ημίφως του φθινοπωρινού λυκόφωτος. Έξω άρχιζε να φυσάει. Μερικά φύλλα έπεφταν πάνω στα τζάμια.
    «Θα βρέξει» είπε αυτή. «Μπρρρ».
    «Μα δεν κάνει ακόμα κρύο» παρατήρησε εκείνος.
    «Εγώ το νιώθω».
    «Δεν αισθάνεσαι καλά;».
    «Όχι».
    «Θα είναι η υγρασία».
    «Ίσως».
    Το γκαρσόνι πλησίασε. Ήταν ένας τύπος ψηλός και χοντρός, μεσήλικας, με δυο πονηρά λεπτά μουστάκια άλλης εποχής. Ρώτησε τι ήθελαν, με το ένα φρύδι σηκωμένο.
    «Ένα Καμπάρι σόδα με νερό».
    «Ένα τσάι με γάλα».
    Το γκαρσόνι έφυγε χωρίς να τους χάσει από το βλέμμα του.
    Ο άνδρας χάιδεψε το πηγούνι του. Μετά έβγαλε έναν αναστεναγμό.
    «Δεν σε καταλαβαίνω» είπε.
    «Ποτέ δεν με κατάλαβες».
    «Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα από κανέναν, στην πραγματικότητα».
    «Είναι ανώφελο να φιλοσοφείς».
    «Όντως. Είναι πάντα η ίδια συνηθισμένη ιστορία».
    «Και λοιπόν;».
    «Θες να ξαναρχίσεις;».
    «Δεν θέλω τίποτα. Απλώς είμαι απογοητευμένη».
    Το γκαρσόνι γύρισε με το Καμπάρι, ένα μπουκαλάκι μεταλλικό νερό και το τσάι. Πήρε από τον δίσκο κι ένα μπολάκι με φιστίκια, το οποίο τοποθέτησε στο τραπέζι, παρατηρώντας έντονα τη γυναίκα.   
    «Τι ηλίθιος» είπε εκείνη, μόλις έφυγε.
    «Γιατί;».
    «Τίποτα».
    «Τον γνωρίζεις;».
    «Δεν τον έχω δει ποτέ».
    Όταν αντιλήφθηκε, ο άνδρας είπε: «Είσαι όμορφη. Δεν θα ’πρεπε να εκπλήσσεσαι».
    «Παραμένει ένας ηλίθιος».
    «Δεν θα τον έλεγα συμπαθητικό, για να πω την αλήθεια. Έχει κάτι το ύποπτο».
    «Προσπαθούσε να με φλερτάρει. Δεν σ’ ενοχλεί;».
    «Δεν το συνειδητοποίησα. Γενικά δεν ζηλεύω. Βέβαια, δεν μπορώ ούτε να φανταστώ ότι δίνεις σημασία σ’ έναν τύπο σαν κι αυτόν».
    «Μα δεν πρόκειται για μένα, πρόκειται για σένα».
    «Σου είπα ότι δεν το συνειδητοποίησα».
    «Έχεις πάντα μια υπεκφυγή: ή τη θεωρία ή την αφηρημάδα».
    «Λυπάμαι, μάλιστα στενοχωριέμαι».
    «Θα ’πρεπε να το δείξεις».
    «Δεν αρκεί που το λέω;».
    «Όχι».
    Τώρα η βροχή, άφθονη, χαράκωνε τα τζάμια. Εκείνη ανατρίχιασε ξανά.
    «Θες να πηγαίνουμε;» είπε ο άνδρας.
    «Μ’ αυτά τα συμπεράσματα; Αν προσπαθούσες μόνο λιγάκι…».
    «Μα είμαι έτοιμος να κάνω οτιδήποτε για σένα!».
    Το γκαρσόνι επέστρεψε διακόπτοντας τη συζήτηση για να ρωτήσει αν ήθελαν κάτι άλλο. Αυτή τη φορά ο άνδρας παρακολούθησε προσεκτικά τις χειρονομίες του, μα δεν εντόπισε τίποτα, εκτός από εκείνο το συνένοχο και συνάμα ιεροεξεταστικό ύφος. Τι έπρεπε να είχε κάνει;
    «Έχω πολλές αμφιβολίες εν προκειμένω» είπε αυτή.
    «Δεν με θεωρείς ειλικρινή;»
    «Δεν αμφέβαλα ποτέ γι’ αυτό».
    «Τότε λοιπόν;».
    «Η ειλικρίνεια δεν αρκεί!» είπε η γυναίκα, υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Είναι μια αρετή, αλλά δεν αρκεί. Ακόμη κι ένας εγκληματίας μπορεί να είναι ειλικρινής».
    «Δεν είναι καν η περίπτωσή μου!».
    «Σίγουρα όχι! Μα θα σταματήσεις να γυρίζεις γύρω-γύρω από το θέμα; Γιατί για μια φορά δεν συμμερίζεσαι τα όνειρά μου;». 
    «Σσσς… Δεν θα θες να μας ακούσει ώς και το γκαρσόνι».
    Το γκαρσόνι ήταν πράγματι στραμμένο προς εκείνους, παρατηρώντας ξανά τη γυναίκα με αδιακρισία.
    «Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε το γκαρσόνι ούτε κανένας. Μ’ ενδιαφέρεις εσύ, καλύτερα να πω μ’ ενδιέφερες» είπε με ύφος που έγινε συγκρατημένο και περίλυπο. «Θα ήθελα όλα να ξαναγίνονταν όπως πριν».  
    «Δεν μπορείς να με αποδεχτείς όπως είμαι; Αυτό θα ήταν, στο βάθος, η αγάπη».
    Αυτή σιώπησε.
    Ο άνδρας αναστέναξε πάλι. Έπειτα ακούμπησε το μάγουλο στην κλειστή γροθιά του.
    «Έσφαλα, το ξέρω» παραδέχτηκε.
    «Αυτό δεν θα ήταν τίποτα. Είναι ότι θα το έκανες ξανά και ξανά!».
    «Μα…».
    «Γνωρίζεις τον μύθο του βατράχου και…».
    «…Του σκορπιού; Εκείνον τον περίφημο που ο Orson Welles…;».
    «Ακριβώς. Δυστυχώς έχει την ίδια ηλικία με τον κόσμο».
    «Επομένως; Θα ήσουν ένας σκορπιός; Που ενώ διασχίζει το ποτάμι…».
    «Δεν ξέρω. Μα ποιος μπορεί να ελπίζει πως δεν θα υποκύψει αργά ή γρήγορα στην ίδια του τη φύση;».
    Σηκώθηκε, έδωσε στον άνδρα ένα φιλί στο μέτωπο κι έφυγε, με σκυφτό το κεφάλι, ενώ χανόταν μες στην παράξενη, ομιχλώδη νύχτα.

 Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη

Ο Mario Andrea Rigoni γεννήθηκε στο Asiago το 1948. Είναι καθηγητής ιταλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Padova, ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές του Giacomo Leopardi (έχει επιμεληθεί την πιο πρόσφατη κριτική έκδοση των απάντων του στη σειρά “i Meridiani” του Mondadori). Επίσημος μεταφραστής του Cioran στην Ιταλία, διατήρησε επί πολλά χρόνια φιλία με τον συγγραφέα, μεταφράζοντάς τον και διαδίδοντας τη σκέψη του. Ήταν ο πρώτος στην Ιταλία που παρουσίασε και δημοσίευσε πολλά κείμενα του Cioran στην Corriere della Sera, ενώ διηύθυνε τη μετάφραση των έργων του για τον γνωστό εκδοτικό οίκο Adelphi. Έχει γράψει δοκίμια, βιβλία με αφορισμούς και συλλογές διηγημάτων, και αρθρογραφεί στο πολιτιστικό ένθετο της Corriere della Sera. Το διήγημα που παρουσιάζεται προέρχεται από το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Miraggi (Elliot edizioni, Roma 2017).

Η Μαρία Φραγκούλη (Σάμος, 1980) σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Αθήνα. Έζησε και εργάστηκε στο Μιλάνο. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη μετάφραση και την επιμέλεια εκδόσεων.  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου